Συνεχίζουμε την συνέντευξη με τον Σπύρο Μπουρνάζο και σας παρουσιάζουμε το 3ο μέρος.
α)Η Ζωή σας στην Αθήνα ήταν δύσκολη;
β) Το Β.Β. πως ήρθε στην ζωή σας και πως πήρατε την απόφαση να πάρετε μέρος σε αγώνες;
γ) Σε ποια ηλικία ξεκινήσατε να γυμνάζεστε, είχατε πάθος από μικρός;
δ) Πότε ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη;
ε) Τον Κώστα Μπουρνάζο τον αδελφό σας εσείς τον ωθήσατε να ασχοληθεί με το BodyBuilding;
Σπύρος Μπουρνάζος
Ερχόμενος τώρα στην Αθήνα τι θα άλλαζε; Ο χαρακτήρας μου επειδή άλλαξα τόπο και σχολείο; Οι άνθρωποι μου έφταιγαν στο χωριό ή αυτό που είχα μέσα μου; Και αυτό το κουβαλάς όπου κι αν πας, όχι στην Αθήνα αλλά και στην Κίνα χωρίς να ξέρεις καν την γλώσσα. Το μόνο που άλλαξε μέσα μου ήταν, ότι τώρα που δεν ήταν εδώ οι γονείς μου και είχα να κάνω με τον θείο(όχι εξ αίματος) που τον έβλεπα σαν φίλο. Να είμαι ειλικρινής μαζί του (αυτό που δεν μπορούσα να κάνω με τους γονείς μου) και του είπα:” αντί να πάω ημερήσιο γυμνάσιο και να χάνω όλη την ημέρα μου τζάμπα δεν με γράφεις στο νυχτερινό του Παγκρατίου το 7ο και την ημέρα να με έχεις στην δουλειά σου, εγώ να σε βοηθάω κι εσύ να έχεις έμπιστο άνθρωπο δίπλα σου”. Αφού του έδωσα το πράσινο φως(ιδέα) μου είπε άστο πάνω μου και τα κανόνισε όλα.
Από το πρωί στις 6 μέχρι τις 3 το απόγευμα στην δουλειά με το θείο μετά νυχτερινό 7-10 το βράδυ. Εδώ τα πράγματα στο σχολείο πολύ light, ήμουν σχεδόν ο πιο μικρός και η συμπεριφορά των καθηγητών επειδή είχαν να κάνουν και με μεγάλους ανθρώπους και σχεδόν όλους εργαζόμενους, πιο σεβάσμια και συγκαταβατική.
Τώρα ο τρόπος ζωής μου άλλαξε ρυθμούς, αισθάνθηκα για πρώτη φορά ελεύθερος!
Να φανταστείτε ότι η δουλειά στην οικοδομή μου φάνηκε, μπροστά στα καπνά, διακοπές, πανηγύρι, ξεγνοιασιά, χαρά.
Η προσφορά στο θείο από ευγνωμοσύνη, μου έδινε δύναμη σωματική και ψυχική. Την πρώτη την είχα και στην Αμφιλοχία, μου έλειπε η δεύτερη, η ψυχική λόγω ελευθερίας έκφρασης των συναισθημάτων και αυτή η καταπίεση μου εγκλώβιζε αυτή την ενέργεια που απορρέει από την ψυχή μέσω των συναισθημάτων.
Και ξέρετε τι μου την εγκλώβιζε; το μυαλό, που αναγκαζόμουν να λέω ένα σωρό ψεύτικες δικαιολογίες ή εκλογικεύσεις αφού το ένα ψέμα φέρνει το άλλο για μικροπταίσματα, δηλαδή αταξίες (κοινώς διαβολιές), όπως αδικαιολόγητες απουσίες από το σχολείο, από τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό και κατηχητικό, από την φιλαρμονική των προσκόπων κ.λ.π.
Στην αρχή σε όλα παρών και επειδή εγώ τα έβλεπα τότε βαρετά έως και ανούσια για τον χαρακτήρα μου, μια που με βλέπανε και μια που με χάνανε, το μόνο που έμενε ήταν οι γονείς μου να επιστρέψουν πίσω την στολή που έπαιρνα αφού δεν την υποστήριζα. Την μόνη στολή που δεν έβγαλα ποτέ από πάνω μου ήταν την αθλητική (ένα κοντό σορτσάκι, ένα φανελάκι κι ένα ζευγάρι παπούτσια πάνινα).
Τι κρίμα να μην μπορείς να εκφράσεις τα πραγματικά σου συναισθήματα στους γονείς σου, δηλαδή την αλήθεια αυτό που αισθάνεσαι και να αναγκάζεσαι να λες ψέματα για να μην τους γκρεμίζεις τα όνειρά τους που απορρέουν από ελπίδες για κάτι που εσύ δεν έχεις δυνατότητες να εκπληρώσεις επειδή πάντα έμπαινε στην μέση η σύγκριση με τους άλλους! (ακόμη θυμάμαι τα επικριτικά λόγια της μακαρίτισσας τις μάνας μου: ”καλά μωρέ, δυο μέτρα παλικάρι και σε πέρασε αυτός ο χαμχούγιας, ντροπή σου”) Να οι ενοχές, οι τύψεις, ο φόβος που συρρικνώνουν την ψυχή μέσα από τα αρνητικά συναισθήματα και προσπαθούσα με το μυαλό να βάλω τάξη και σειρά στην “αταξία” , δηλαδή τα αληθινά μου συναισθήματα.
Τώρα πως να ισορροπήσει το συναίσθημα με το μυαλό, με την λογική, με την εκλογίκευση ή τον παραλογισμό; Εκεί σε παίζει. Σε αυτά τα τρία ταμπλό μέχρι ψυχικής εξάντλησης. Γι’ αυτό σας είπα παραπάνω για την ψυχική μου δύναμη – ενέργεια που μου την εξαντλούσαν οι σκέψεις που ποτέ δεν θα γινόταν πραγματικότητα γιατί ήταν όνειρα και ελπίδες άλλων. Γι’ αυτό “ τα όνειρα που χτίζονται μονάχα μες στην σκέψη κανείς μην τα πιστέψει τα σβήνει η ζωή” κι εγώ ποτέ δεν τα πίστεψα και βασίστηκα στο ένστικτο που είναι αλάνθαστο. (πόσοι και πόσοι μεγάλοι και τρανοί πολιτικοί, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες κ.λ.π. που τους πιάσανε στα πράσα να λένε ψέματα λόγω υπεξαίρεσης εις βάρος της κοινωνίας ή άλλα αδικήματα και να αυτοξεφτιλίζονται αφού εξάντλησαν με τους καλύτερους δικηγόρους όλα τα λογικά επιχειρήματα, τις εκλογικεύσεις, τα λογοπαίγνια και στο τέλος πουλήσανε και τρελλίτσα ή ζήτησαν συγνώμη όχι από καρδιάς δηλαδή μετάνοιας αλλά νοητική ψεύτικη για να γλυτώσουν το τομάρι τους) θα έχετε δει φάτσες στην τηλεόραση από πάλαι ποτέ χαμογελαστούς, υπεραισιόδοξους και δυναμικούς λογικότατους ρήτορες να είναι ψυχικά ράκος, να καταρρέουν έως να πεθαίνουν στα δικαστήρια και τις φυλακές. Εγώ δεν πέθαινα ούτε στα δικαστήρια ούτε στις φυλακές αλλά μέσα μου, στην ψυχή μου αφού δεν μπορούσα ή καλύτερα αφού δεν μπορούσαν να ακούσουν τα αληθινά μου συναισθήματα και αναγκαζόμουν να λέω ψέματα. Έτσι ο νους μου έτρωγε την καθαρή ενέργεια και με τάιζε βρωμιά, μόνο που η συνείδησή μου δεν την δεχόταν (όπως το σώμα δεν δέχεται την χαλασμένη τροφή) γι’ αυτό η δυσφορία η ψυχική λόγω έλλειψης ελευθερίας έκφρασης των αληθινών συναισθημάτων.
Τώρα, το πεδίο στην Αθήνα ελεύθερο. Tο πρωί εργασία, το βράδυ σχολείο και στο ενδιάμεσο, ελεύθερος χρόνος. Ξέρετε πως αισθανόμουν; Σαν ισοβίτης που του έδωσαν ελευθερία χάριτος, έτσι πέρασε η πρώτη σχολική περίοδος και τελείωσα επιτέλους το γυμνάσιο και αρχές τις επόμενης σχολικής χρονιάς θα πήγαινα στην σχολή πάλι νυχτερινό. Χριστούγεννα και Πάσχα στην Αμφιλοχία με την οικογένειά μου, όχι όπως πριν, αλλά με αέρα ελευθερίας και αισιοδοξίας που τον μετέφερα και στους γονείς μου και τους αναπτέρωσα τις ελπίδες και τα όνειρά τους (που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν) και φυσικά την περίοδο του καπνού τα καλοκαίρια ανελλιπώς για βοήθεια, τώρα όμως όσο για τρεις εργάτες. Τέτοια ήταν η σωματική και η ψυχική μου ενέργεια.
Ερχόμενος τώρα κάθε φορά στην Αμφιλοχία οι φίλοι και οι συγγενείς με έβλεπαν και σωματικώς αλλαγμένο και ψυχικώς. Το ίδιο και όταν ανέβαινα στην Αθήνα, οι εκεί νέοι φίλοι. Θέλετε η αλλαγή του κλίματος, του περιβάλλοντος, η ψυχική απελευθέρωση και η απελευθέρωση των ορμονών του σώματος λόγω ηλικίας, η αλλαγή μέσα και έξω ήταν εμφανής.
Την δουλειά τώρα στα χωράφια το καλοκαίρι και στην οικοδομή το χειμώνα δεν την έβλεπα αγγαρεία – κούραση αλλά σαν γυμναστική, εκτόνωση, αυτό που λέμε χαρά και εργασία και πάνω απ’ όλα προσφορά.
Δεν αισθανόμουν κηφήνας αλλά σαν μέλισσα που ρουφούσε το νέκταρ της ζωής μέχρι που ήρθαν και τα πέτρινα χρόνια.
Οι επιχειρήσεις του θείου στην οικοδομή βγήκαν εκτός προϋπολογισμού και αναγκάστηκε και ο ίδιος από μεγαλοεργολάβος να ξαναγυρίσει σαν τεχνίτης πλέον εγκαταστάσεων μεγάλων έργων που γινόταν τότε στην Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδος στην οδό Σταδίου απέναντι από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη (από αφεντικό – υπάλληλος). Τον παραδέχομαι και τον είχα σαν παράδειγμα στην μετέπειτα πορεία της ζωής μου. Θυμάμαι τα λόγια του: ”ανιψόκα το καράβι μας βούλιαξε(οικοδομικώς) αλλά εμείς είμαστε ακόμη ζωντανοί. Από Δευτέρα πιάνω δουλειά σε ένα φίλο αρχιτέκτονα που έχει αναλάβει ένα μεγάλο έργο, θα του πω να σε πάρω βοηθό αν θέλεις!” Τι να πεις σε μια τέτοια ψυχάρα κι έναν τρελλοζορμπά (ο ζορμπάς του Καζαντζάκη δίπλα του θα ήταν βοηθός του!…) γιατί έτσι κι αναφέρω πως έπεσε έξω από τις εργολαβίες θα γελάει και ο κάθε πικραμένος. Ενδεικτικά σας αναφέρω ότι όταν είχε συγχρόνως τρεις οικοδομές και πάνω από 30 μαστόρους κι εργάτες, βασιζόταν πάνω στους υποτιθέμενους υπεύθυνους και έπαιρνε εμένα κι έναν άλλον πρωτοανιψιό του (στον χαρακτήρα σαν κι εμένα) και δώστου ντέρμπι μπιλιάρδα-ποδοσφαιράκια με στοιχήματα στην Ομόνοια(γιατί και σ’ αυτό ήμουν άσσος από την Αμφιλοχία ακόμη) με άλλα τσακάλια και πολλές φορές από την πώρωση ξεχνιόμασταν μέχρι το απόγευμα χωρίς καν να περάσει έστω για έλεγχο από τις δουλειές του.
Στο τέλος, όπως είπαμε στην θεία, πολύ δουλειά και πολλές οι ζημιές, όντως, πολλές οι ζημιές , μεγάλες και ανεπανόρθωτες οικονομικά και επειδή δεν ήθελα να τον επιβαρύνω κι εγώ τον παρακάλεσα τώρα που θα δουλεύω και θα είμαι ανεξάρτητος οικονομικά, μετά το τέλος της σχολικής περιόδου κι αφού γυρίσω από τα καπνά τον Σεπτέμβριο, να πάω να μείνω στο Κουκάκι (στην πλατεία Φιλοπάππου συγκεκριμένα κάτω από το θέατρο Δώρα Στράτου )όπου εκεί ζούσαν πάνω από 30 οικογένειες από την Αμφιλοχία κι ανάμεσα σεε αυτούς και ο παππούς μου, ο πατέρας της μάνας μου με τους θείους και τις θείες μου σ ένα παραδοσιακό τετραώροφο (όχι φυσικά μαζί τους ) να αισθάνονται οι γονείς μου και οι συγγενείς εξ αίματος ότι υπάρχει έλεγχος- προστασία. Η ιδιοκτήτρια του παραδοσιακού τετραώροφου είχε μεγάλη εκτίμηση στον θείο μου, τον παππού μου και ιδιαίτερα στην μάνα μου που όταν μας επισκεπτόταν στην Αθήνα πάντα τους εφοδίαζε όλους με ένα σωρό παραδοσιακά εδέσματα. Έτσι μου παραχώρησε το υπόγειο που το χρησιμοποιούσε σαν αποθήκη έναντι ενός συμβολικού ποσού 500 δραχμών το μήνα σαν να λέμε σήμερα 50 ευρώ (εγώ τότε έπαιρνα 150 δρχ. την ημέρα) σαν βοηθός και ο θείος 350 σαν τεχνίτης και καθοδηγητής του έργου λόγω σχολής). Μην φανταστείτε καμία γκαρσονιέρα, με μπάνιο, τουαλέτα και κουζίνα,… ένα δωματιάκι όσο μια μικρή κρεβατοκάμαρα και μία υποτιθέμενη κουζινίτσα με ένα νεροχύτη και μια βρύση, τουαλέτα απ’ έξω και κάτω από την σκάλα του παραδοσιακού, αλλά το έφτιαξα με πολύ μεράκι και φαντασία… με φλοκάτες, κιλίμια και πάντες στους τοίχους (φυσικά χειροποίητα από την μάνα μου)απέναντι από δύο ντιβάνια ,που θα το ζήλευε κι ο Αλη Πασάς.
Από εκεί παρέλασαν όλοι οι φίλοι και συμμαθητές μου από την Αμφιλοχία, αφού είχαν έλθει πλέον για σπουδές στην Αθήνα και όχι μόνο, συμπατριώτες που επισκέπτονταν την πρωτεύουσα για διάφορες δουλειές ή διακοπές, φαΐ, ύπνο και ατέλειωτα ξενύχτια και το πρωί εργασία και χαρά.
Η ανεξαρτησία και η ελευθερία πλέον έφτανε μέχρι την ασυδοσία, αυτό που λέμε λαιμαργία για ζωή. Τώρα πλέον η ζωή και η ευθύνη πάνω μου. Η ελευθερία αυτό το ρίσκο έχει, όταν έχεις τρως, όταν δεν έχεις(πίνεις νερό) πεινάς και τρέχεις να βρεις να φας. Έτσι είναι τα ελεύθερα πουλιά κι όχι σαν τα καναρίνια στα κλουβιά.
Στην πλατεία Φιλοπάππου, μένανε τότε παραδοσιακοί Αμφιλοχιώτες ευκατάστατοι με τις οικογένειές τους που είχαν έρθει από αρχές δεκαετίας του 1960. Μία Αμφιλοχία σε μικρογραφία με όλους τους τύπους ανθρώπων και κάθε απόγευμα μετά τις δουλειές τους, παρόν και αναφορά στο καφενείο του Μπάμπη για νέα από το χωριό και ιστορίες που αφηγούνταν για τους παλιούς συμπατριώτες μας, που η σάτυρα του Λαζόπουλου ωχριούσε μπροστά στον τρόπο αφήγησης με την παραδοσιακή Αμφιλοχιώτικη προφορά και την μίμηση των μορφασμών και κινήσεων του εκάστοτε σατυριζόμενου. Φυσικά δεν έλειπε κι ο αυτοσαρκασμός και τα πειράγματα μεταξύ μας με Αμφιλοχιώτικες σπόντες και υπονοούμενα που πίσω απ’ όλα αυτά κρυβόταν πάντα η αλήθεια, πονούσες μεν, αλλά δεν μπορούσες να αντιδράσεις δε, γιατί θα άκουγες περισσότερα, οπότε την έκανες που λέμε γαργάρα και άλλαζες θέμα. Βέβαια υπήρχαν και οι κομπλεξικοί που θέλουν μόνο να κρίνουν και να πετούν υπονοούμενα και σπόντες για τους άλλους βαφτίζοντας το κουτσομπολιό και την κακοήθεια, ψυχαγωγία και καλαμπούρι και όταν έλεγες για τους ίδιους καλαμπούρια γινόταν οι ίδιοι κακά-μπουρίνια! Με τους άλλους γελάμε με τον εαυτό μας κλαίμε. Στην ουσία θα έπρεπε να γελάνε γιατί οι ίδιοι είναι καθρέφτες μας, οι άλλοι είμαστε εμείς και αν διεισδύσεις πιο βαθιά θα δεις ότι τα ίδια πάθη σε διαφορετική μορφή βρίσκονται και μέσα σου.!….
Εκεί λοιπόν στην μικρή πλατεία (την αστεία που λέει και ο Χατζής για το Κολωνάκι) ξανασυνάντησα μετά από πολλά χρόνια τον παιδικό μου φίλο και συνομήλικο Πέτρο Κατσικαρέλη που είχε έρθει πιο πριν από εμένα στην Αθήνα με την οικογένειά του μόνιμα εγκαταστημένος, με έναν πατέρα τον μπάρμπα Γεράσιμο που πιο τίμιο, εργατικό , καλοσυνάτο και θρησκευόμενο δεν νομίζω να έχω ξανασυναντήσει από τότε στην Αθήνα και σε όλο τον κόσμο,( μόνο άλλους δύο τέτοιους είχα ξεχωρίσει στην Αμφιλοχία, τον μπάρμπα Κώστα τον Πριόβολο και τον μπάρμπα Θόδωρο τον Κομπορόζο) Άνθρωποι απλοί, αγράμματοι, τίμιοι και εργατικοί, τα λόγια τους σοφά και η συμπεριφορά τους μέσα από την ευγένεια και την καλοσύνη τους κέρδιζαν τον σεβασμό και σε αφόπλιζαν απ’ την πρώτη στιγμή μόνο με το χαμόγελό τους. Γι’ αυτό ο σεβασμός δεν επιβάλλεται ούτε από τα αξιώματα ούτε κι από τα άσπρα μαλλιά (λόγω ηλικίας) αλλά κερδίζεται από τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς μακροχρόνια κι όχι παροδικά. Αλλά πολλές φορές η πολύ οικειότητα καταπίνει τον σεβασμό από τους θρασείς και ασεβείς!…..
Τον Πέτρο λοιπόν, με το ίδιο στυλ χαρακτήρα και νοοτροπία με το δικό μου, εργατικό, αθλητικό και άτακτο, τον βρίσκω στον Εθνικό Αθηνών ως παλαιστή στην Ελληνορωμαϊκή εφήβων δίπλα στον μεγαλύτερο προπονητή όλων των εποχών κ. Ανδρέα Αρκουδέα που είχε δίπλα του όλους τους μετέπειτα Ολυμπιονίκες χρυσούς: τον Πέτρο Γαλακτόπουλο, τον Στέλιο Μηγιάκη, τον Δημήτρη Θανόπουλο και τόσους άλλους μετά Ποζίδη, αδελφούς Ποικιλίδη κ.λ.π.
Ο κύριος Ανδρέας θαύμασε την σωματική μου διάπλαση αν και έφηβος ακόμη τότε, μου πρότεινε να με κάνει “παλαισταρά”,
Aυτά ήταν τα λόγια του ευγενικού και έμπειρου προπονητή και κυνηγού ταλέντων. Αλλά η μοίρα, δεν με ήθελε παλαιστή.
Mε κερδισαν τα βαρη που πρωτη φορα ειδα εκει μεσα στην διπλανη αιθουσα που γυμναζοταν οι αρσιβαριστες και πηγαιναν μετα και οι παλαιστες για να κανουν ενδυναμωση! Εκει ηταν το στοιχειο μου!
Θαύμασα την σωματική τους ρώμη και δύναμη και των παλαιστών και των αρσιβαριστών. Εγώ ήμουν κάτι ενδιάμεσο, (αν και στην άρση βαρών είχα πάλι πρόταση από άλλον μεγάλο προπονητή τον κ. Ανδρέα Σιζόπουλο που ήταν και κριτής αγώνων bodybuilding ) πάντως ο θαυμασμός μου και η εκτίμησή μου για τους παλαιστές και τους αρσιβαρίστες(που αυτά τα δύο δυναμικά αθλήματα είναι πρώτα ξαδέλφια με το bodybuilding )τον εκδήλωσα και τότε και μετά την προσωπική μου επιτυχία όταν έγινα πρωταθλητής Ελλάδος μετά από 5 χρόνια(τότε ήμουν 16 χρονών).
Τον ίδιο σεβασμό και θαυμασμό εισέπραξα και εγώ απ’ όλους αυτούς τους θρύλους και υπεραθλητές της εποχής εκείνης που με δέχτηκαν στην οικογένειά τους πρώτα σαν άνθρωπο και μετά σαν πρωταθλητή, γιατί τότε το bodybuilding δεν ήταν ούτε καν σαν Ομοσπονδία στην Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και πολύ παρεξηγήσιμο από την συμπεριφορά των περισσότερων τότε μποντυμπιλντεράδων.
Εκεί στην μικρή πλατεία συνάντησα μετά από χρόνια και ένα άλλο συμπατριώτη μεγάλο αθλητή και παλαιστή της ελευθέρας πάλης και μετά του επαγγελματικού cats, τον Κώστα Σιαφάκα που ήρθε να ράψει ένα κοστούμι σε Αμφιλοχιώτικο παραδοσιακό ράφτη γιατί “δεν έβρισκε στα μέτρα του” , έτσι μου είπε. Όταν τον ρώτησα σε ποιόν, μου απάντησε με Αμφιλοχιώτικη αυθεντική προφορά με χιούμορ, “που αλλού στον Πατσιβο τον Λευτέρη” . Εγώ τον ήξερα Λευτέρη Μυλωνά στο επίθετο, (τότε όλοι σχεδόν οι Αμφιλοχιώτες είχαν παρατσούκλια και τους προσφωνούσαν με αυτά, φυσικά μεταξύ μας)πάντως μεταξύ των συμπατριωτών υπήρχε αλληλεγγύη και αλληλοϋποστήριξη όταν ερχόμασταν σε αντιπαράθεση με Αθηναίους ή άλλες φάρες, όταν είμασταν μεταξύ μας οι γνωστές (αρετές)
Με τον Πέτρο, τον Κώστα και μετά που ήρθε και ο Μάντζιος ο Βασίλης, συναθλητής και ανίκητος στο μπράντεφερ τότε στην Αθήνα, γίναμε τετράδα αχτύπητη.
Είχα φτιάξει τότε στην οικοδομή αυτοσχέδια βάρη, πάγκους, μπάρες, τροχαλίες και ορθοστάτες (τα οποία τα έχω κρατήσει για ενθύμιο ακόμη και σήμερα και τα έχω στον ακάλυπτο του γυμναστηρίου μου σαν μουσειακό χώρο άψογα συντηρημένα και λειτουργικά και πρόσφατα γυμνάστηκα με αυτά μετά από 40 χρόνια για την ΕΡΤ που ήρθε στο γυμναστήριο μου για το γύρισμα ενός ντοκυμαντέρ).
Το υπόγειο δωματιάκι έγινε το γυμναστήριο του RockyBalboa -αν έχετε δει την ταινία με τον Stallone-, το δικό του ήταν υπερσύγχρονο μπροστά στο δικό μας. Εκεί μέσα χύθηκαν τόνοι ιδρώτα και βογγητά από την υπερπροσπάθεια, περισσότερα από τις φυλακές βασανιστηρίων. Τέτοιο βασανισμό και τέτοια ευεξία συγχρόνως είναι δύσκολο να καταλάβει άνθρωπος αν δεν έχει ασχοληθεί με πρωταθλητισμό.
Ο λόγος που αναγκάστηκα να κάνω πάλι αυτοσχέδια βάρη όπως και στο Ρίβιο ήταν: 1) δεν υπήρχαν χρήματα για την αγορά μαντεμένιων, 2)τα ιδιωτικά γυμναστήρια ελάχιστα και οι συνδρομές απλησίαστες και 3) οι ώρες μου περιορισμένες λόγω πρωινής εργασίας 7:30-2:00 και η σχολή μου 6-10 το βράδυ, μου έμειναν περίπου 3 ώρες στην διάθεσή μου χωρίς ενδιάμεση ξεκούραση. Η μόνη γυμναστική που έκανα πριν τα αυτοσχέδια βάρη ήταν σαν αθλητής στίβου δέκαθλο και για να έχω πρόσβαση στα βάρη του στίβου για ενδυνάμωση, όπως σκουοτ, πιέσεις πάγκου, άρσεις θανάτου, κοιλιακούς, ραχιαίους, ντετ λιφτ και κάθε Κυριακή πηγαίναμε με τον Πέτρο και το Μάντζιο στον Άγιο Κοσμά που εκεί ήταν προπονητής στο υπαίθριο γυμναστήριο ο προπονητής της άρσης βαρών ο κ. Ανδρέας Σιζόπουλος όπου μαζευόντουσαν τότε για επίδειξη δυνάμεων αθλητές όλων των αθλημάτων και απλοί άνθρωποι λάτρεις του αθλητισμού.
Οι επιδόσεις μου τότε αν και 85 κιλά σωματικό βάρος και 1,87 ύψος ήταν για την εποχή εκείνη εξωπραγματικές(αν και έφηβος ακόμη). Ξεπερνούσα αθλητές και πρωταθλητές στο είδος τους που ήταν άνδρες και έμπειροι.
Εκεί ξαναείχα πρόταση από τον κ. Ανδρέα για πρωταθλητισμό στην άρση βαρών γιατί έκανα τότε 180 κιλά βαθιά καθίσματα, πιέσεις πάγκου 150 κιλά και στριψίματα 140 κιλά ότι έπρεπε για μελλοντικό πρωταθλητή άρσης βαρών και στον σύλλογο του κ. Ανδρέα στον Μίλωνα.
Το δέλεαρ μεγάλο” θα σε κάνω πρωταθλητή εσένα και τον γιό μου, (είμασταν συνομήλικοι με το γιό του Αλέκο που αυτός μετά κατέβηκε και στους ολυμπιακούς αγώνες), στον στρατό θα υπηρετήσεις στην σωματική αγωγή που τότε η έδρα ήταν στον Αγ. Κοσμά, δηλαδή Αθήνα και μετά θα σε βάλω σε όποιο σώμα ασφαλείας θέλεις(λιμενικό, πυροσβεστική, αστυνομία κ.λ.π.), θα εξασφαλίσεις το μέλλον σου, εσύ θα τρως, θα γυμνάζεσαι και θα ξεκουράζεσαι”.
Εκεί που του είπα εντάξει, να σου και ξεπροβάλει ένα θηρίο τεραστίων διαστάσεων με μακριά μαλλιά και μούσι αρχαίου Έλληνα . Ήταν πρωταθλητής Ελλάδος στο Β.Β. και πρόσφατα MrΜεσόγειος: Ο Γιάννης Κωστογλάκης. Από κοντά δεν είχα ξαναδεί τέτοια εξωπραγματική μυϊκή διάπλαση, μόνο στα περιοδικά από Αμερικάνους πρωταθλητές, στο μοναδικό περιοδικό τότε του Β.Β. Άδωνης. Εγώ, ο Πέτρος και ο Μάντζιος στην κυριολεξία χαζέψαμε και μείναμε άφωνοι, αισθανόμασταν δίπλα του σαν χειμερινοί κολυμβητές. Δεν πιστεύαμε αυτό που βλέπαμε κάτω από τις φόρμες. Ακούσαμε μια βαριά φωνή σαν βαρύτονου, ”γειά σου Αντρίκο μου, γειά σου Γιαννάρα μου” από τον κ Ανδρέα (ο κ. Ανδρέας ήταν κριτής αγώνων Β.Β. και μεγάλος γνώστης και θαυμαστής του αθλήματος αν και ο ίδιος πρωταθλητής άρσης βαρών) βγάζει την φόρμα από το πάνω μέρος και μένει με το φανελάκι.
Στον πάγκο ήταν τότε πάνω από 150 κιλά που είχαμε αφήσει ακόμα εμείς, μπαίνει από κάτω και κάνει μία προθέρμανση 10 φορές και μετά φόρτωσε μέχρι 210 κιλά. Καταλαβαίνετε το δέος και τον θαυμασμό συγχρόνως και των τριών μας και όλου του κόσμου που μαζεύτηκαν γύρω-γύρω (όπως πάνω από τις λοταρίες στα πανηγύρια) τι χειροκροτήματα, τι φωτογραφίες και αυτόγραφα!!!!! Τι άλλο ήθελα να δω και να αλλαξοπιστήσω από την υπόσχεση που είχα δώσει πριν λίγο στον κ. Ανδρέα! Τι άλλο κάτοπτρο να μου βάλει μπροστά ο μεγαλοδύναμος και να ξεχάσω στρατό, λιμενικό, ολυμπιακούς αγώνες και μέλλον;
Και σαν να μην φτάνει αυτό το σοκ, να και ο κ. Ανδρέας, “ μικρέ, βγάλε την φόρμα από την μέση και κάτω και ξεκίνα σκουοτ με τον Γιάννη”. Mε συστήνει στον Γιάννη σαν μελλοντικό ταλέντο για την άρση βαρών με φοβερές δυνάμεις στα πόδια για την ηλικία μου και όχι μόνο! “Δέστον”, όταν έφτασα στα 180 κιλά βαθύ κάθισμα και με πόδια γραμμωμένα πιο πολύ από τον Γιάννη λόγω λιγότερου σωματικού βάρους και πιο ανεπτυγμένα από τον κορμό μου.Δεν πίστευε στα μάτια του,( όχι ότι δεν είχε ξαναδεί, αλλά λόγω ηλικίας) ο
Κωστογλάκης και μου λέει:” βγάλε την φόρμα από την μέση και πάνω”. Με βλέπει ολόκληρο πάνω κάτω και λέει στον κ. Ανδρέα: ”άστον αυτός είναι δικός μου εσύ έχεις και άλλα ταλέντα, αυτός είναι γεννημένος για bodybuilding ”.
Βρισκόμαστε στο 1976, μου λέει:” μικρέ, την άλλη Κυριακή στο HILTON θα γίνουν αγώνες για την ανάδειξη του Mr.Ελλάς, θα κατεβάσω και άλλους αθλητές μου, θέλεις να σε συμπεριλάβω στην ομάδα μου”; Πριν συνειδητοποιήσω τι άκουσα από τον μεγάλο πρωταθλητή το μόνο που θυμάμαι είναι να τρέμουν τα πόδια μου, νόμιζα ότι ήταν από την υπερπροσπάθεια του σκουότ για να τον εντυπωσιάσω, αλλά μόλις μου είπε για δείξε μου τα χέρια σου σε διπλούς δικεφάλους, τότε άρχισαν να τρέμουν και τα χέρια μου σαν να με χτύπησε ρεύμα, τέτοιο ήταν το σοκ! Μου λέει χαλάρωσε μην σφίγγεσαι τόσο πολύ δεν χρειάζεται όταν δείχνουμε τους μύες, να είσαι ήρεμος και χαλαρός, ο έμπειρος κ. Ανδρέας του είπε: ”τι χαλαρός να είναι Γιάννη μου με αυτό που του είπες…άντε χαλάλι σου, Πάρτον κι εγώ κατά βάθος για εκεί τον έβλεπα ”(σαν κριτής).
Την Κυριακή 4 Οκτωβρίου 1976 με βρίσκει στην μεγαλοπρεπή αίθουσα Τερψιχόρη του HILTON (1000 άτομα χωρητικότητα), κατάμεστη, με όλους τους επιφανείς Αθηναίους της εποχής εκείνης. Τότε, για να παρακολουθήσεις την επίδειξη για τον τίτλο και την ανάδειξη του MrEλλάς έπρεπε, για να εισέλθεις στην αίθουσα, πέρα από το ακριβό εισιτήριο και τον περιορισμένο αριθμό θέσεων, να φοράς κουστούμι και γραβάτα υποχρεωτικά. Αυτός ήταν ο λόγος που την προηγούμενη χρονιά εγώ και ο Πέτρος δεν μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε για πρώτη φορά στην ζωή μας αγώνες b.b.. και να δούμε και τον φίλο μας Βασίλη Μάντζο που τους κέρδιζε όλους στο μπράντεφερ και περιμέναμε απ΄έξω.
Είχαμε μαζέψει χρήματα για τα εισιτήρια, βρήκαμε γραβάτες, αλλά μας έλειπε το κοστούμι(θα το φτιάχναμε μετά από 5 χρόνια). Δεν πειράζει. Πάλι η μοίρα έκανε το θαύμα της και από απλοί θεατές την άλλη χρονιά το 1976 ,γίναμε το θέαμα και μετά από 5 ώρες το θέμα συζήτησης και κριτικής αφού στον παρθενικό μου αγώνα κατέλαβα την 2η θέση στην ψηλή κατηγορία, αν και έφηβος, συναγωνιζόμενος άνδρες καταξιωμένους αθλητές της εποχής εκείνης.
Η επόμενη μέρα με βρίσκει ξανά στα μαδέρια για τον “άρτον ημών τον επιούσιο” (μην νομίζετε ότι με περίμεναν οι χορηγοί και οι εταιρείες όπως σήμερα). Το μεγάλο κέρδος από αυτή την επιτυχία ήταν ότι έγινα γνωστός και υπολογίσιμος πλέον στο χώρο του Β.Β. μέσω της δημοσιότητας από το μοναδικό τότε περιοδικό τον” Αθλητή” που δημοσίευε ο ίδιος ο διοργανωτής των αγώνων Ανδρέας Ζαπατίνας.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω την επόμενη ημέρα των αγώνων που ενώ πήγα 7:30 στην οικοδομή απέναντι από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη στην Σταδίου- κατά τις 11:30 σταματούσαμε μισή ώρα για κολατσιό -και επειδή γινόταν πορεία από Ιδεολόγους που θέλαν να αλλάξουν τον κόσμο (όχι τον εαυτό τους) βγήκα έξω στην σκαλωσιά στον 7ο όροφο για να φάω και συγχρόνως να δω την πορεία πανοραμικά που ξεκινούσε από την Ομόνοια και οι πρώτοι με την ντουντούκα ήταν ακριβώς από κάτω μου.
Εκεί που έτρωγα και παρακολουθούσα όλο αυτό το πλήθος, ξαφνικά ο πρώτος κοίταξε προς τα πάνω και με είδε που καθόμουν στο τελευταίο μαδέρι και εγώ αυθόρμητα τον χαιρέτησα από πάνω, ξέρετε τι άκουσα από την ντουντούκα που έδινε συνθήματα σε όλο το πλήθος που ακολουθούσαν από πίσω; ¨Όχι αγώνες από τις σκαλωσιές” κι ακούστηκε μία ιαχή από όλο τον όχλο που ακολουθούσε χωρίς να βλέπει σε ποιόν απευθύνεται, που έτρεμε η σκαλωσιά, η καρδιά μου και το μαδέρι που καθόμουν ….νόμιζα πως κάποιοι την κουνούσαν για να με τρομάξουν.
Ήμουν ο μοναδικός στην σκαλωσιά οι άλλοι έτρωγαν μέσα. Δεν ήμουν απεργοσπάστης, όλα τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά, απλά τότε ήταν της μόδας οι πορείες διαμαρτυρίας από την νεολαία της προόδου και του εκσυγχρονισμού, ενώ εμείς της μη προόδου, πού χρόνος για πορείες, μόνο για ταλαιπωρίες είμασταν γεννημένοι και αυτοί προσπαθούσαν να μας απαλλάξουν για το καλό μας και όταν πήραν εξουσία στα χέρια τους, ακόμη σήμερα τρώμε με χρυσά κουτάλια στους…… σκουπιδοτενεκέδες… εκεί κατάντησαν τους τίμιους εργαζόμενους ανθρώπους να μην έχουν ούτε δουλειά να ταΐσουν την οικογένειά τους. Ξέρετε πως έμεινα εκεί πάνω; όπως είναι το άγαλμα του Κολοκοτρώνη απέναντι και δείχνει με το δάκτυλό του. Έτσι έμεινα άγαλμα από το σοκ με το σάντουιτς στο χέρι που δεν μπορούσα όχι να το φάω αλλά ούτε το έχω χωνέψει από τότε μέχρι και σήμερα, τόσο πολύ χαράχτηκε μέσα μου αυτή η φανατίλα και η ασυνειδησία που μετατρέπει τα άτομα σε όχλο.
Ήρθε ο θείος τρέχοντας και μου λέει:” μπες μέσα ρε τρελέ ,γρήγορα. που σκαρφάλωσες εκεί πάνω θα μας πάρει στο λαιμό σου!”
Εγώ τότε δεν ήξερα ότι οι άνθρωποι κάνουν αγώνα επιβίωσης με timberland παπουτσάκια και τζάκετ μπουφανάρες γιατί από κάτω -απ’ ότι έμαθα εκ των υστέρων- ήσαν και πρώην συμμαθητές μου, ευκατάστατοι, που σπούδαζαν στα πανεπιστήμια και είχαν μεγαλοιδέες εκ του ασφαλούς αφού οι πατεράδες τους τους τροφοδοτούσαν μέχρι την ημέρα που τους διόρισαν ( με αξιοκρατικά πάντα κριτήρια) οι βο- λευτές τους!…)
Ξέρετε τι έγινε ακριβώς απέναντι από εκεί που εργαζόμουν τότε μετά από 40 χρόνια; Κάψανε στην Marfin 3 ανθρώπους και μία γυναίκα έγκυο εργαζόμενη και ακόμη δεν έχουν βρει τους δράστες! Εσείς τι λέτε, αν ήταν η γυναίκα ή το παιδί κάποιου υπουργού θα τους βρίσκαν ή όχι; και από του βοδιού το κέρατο θα τους ξετρυπώνανε.
Δεν λέω να μην γίνονται πορείες και διαδηλώσεις αλλά όχι να ασχολούνται με λιανόπαιδα σε σκαλωσιές και τίμιους εργαζόμενους για την επιβίωσή τους αλλά με αυτούς που μετά μουτζώνουν έξω από την βουλή. Αλλά αν έβαζες έναν καθρέφτη τεράστιο έξω από την βουλή (όσο είναι η βουλή) ξέρετε που θ’ απευθυνόταν αυτές οι μούντζες; στον εαυτό τους!.
Ο Ιούλιος με βρίσκει ξανά στα καπνά και τέλος σεζόν γυρίζω πάλι στην Αθήνα αλλά τώρα παίρνω μαζί μου και τον αδελφό μου τον Κώστα.
Μετά από δύο χρόνια εντατικής προετοιμασίας στο υπόγειο αυτοσχέδιο γυμναστήριό μας και πολλές φορές στο γυμναστήριο του Κωστογλάκη, κατεβαίνουμε και οι δύο στους Πανελλήνιους αγώνες Β.Β. (τώρα οι αγώνες δεν λεγόταν επίδειξη για την ανάδειξη του mrΕλλάς γιατί έγινε Ομοσπονδία Σωματικής Διάπλασης ,αναγνωρισμένη από την Γενική Γραμματεία Αθλητισμού).
Τώρα μπορούσαν να την παρακολουθήσουν και με τζιν και οι αγώνες έγιναν στο HolidayIn, το μεγάλο τότε ξενοδοχείο.
Φέραν ως πρόεδρο κριτικής επιτροπής τον παγκόσμιο πρωταθλητή και 4 φορές Mr Υφήλιο Reg Park που μαζί με τον Steve Rives γύριζαν τότε τα έργα: Ηρακλής, Σπάρτακος, Αχιλλέας με θέματα την Ελληνική ιστορία και μυθολογία.
Όλοι οι συγχωριανοί Αμφιλοχιώτες από το Κουκάκι άπαντες παρόντες. Ήρθε και ο πατέρας μου από το χωριό και με αρχηγό τον Πανούλια τον Σαλμά με μουστάκια Καραϊσκάκη και φωνή όσο όλη η αίθουσα, τους ξεσήκωνε όλους, όχι ότι ο Reg Park καταλάβαινε Αμφιλοχιώτικα για να με ψηφίσει, ούτε οι Αθηναίοι δεν καταλάβαιναν.
Όταν ο Κώστας κερδίζει σε ηλικία 16 ετών όλα τα junior της Ελλάδος και εγώ την κατηγορία μου, μετά όλες τις κατηγορίες και μετά από 3 ώρες εξοντωτικού συναγωνισμού είχα δικαίωμα να λάβω μέρος σ΄ένα ανοικτό αγώνα που γινόταν για πρώτη φορά από όσους είχαν κερδίσει τον τίτλο του ΜrΕλλάς από το 1966 μέχρι το 1978.
Ήμουν 21 χρονών και κερδίζω και αυτόν τον αγώνα συν αγωνιζόμενος με όλα αυτά τα ιερά τέρατα και ινδάλματά μου του Ελληνικού Β.Β. , ακόμη και Έλληνες του εξωτερικού όπως τον Κώστα Γιανακόπουλο MrΚαναδά και τον Χρήστο Χατζηγεωργίου MrΓερμανία που είχαν πάρει μετά και τον τίτλο του MrΕλλάς τις προηγούμενες χρονιές.
Αυτοί στο απόγειο τις καριέρας τους και εγώ τότε άρχιζα να τροχοδρομώ στο διάδρομο για την απογείωση της μετέπειτα καριέρας μου στο εξωτερικό.
Σε μια βραδιά εγώ και ο Κώστας σαρώσαμε όλους τους τίτλους. Τότε για πρώτη φορά είχε καθιερωθεί ο τίτλος Junior κάτω από 20 χρονών, ο Κώστας ήταν 16. Επίσης καθιερώθηκαν και τρεις κατηγορίες για τους άνδρες από 20 χρονών και πάνω, όχι πλέον με ύψος, αλλά με βάρος όπως στο εξωτερικό.
Η βράβευση από τον Reg Park(στην ηλικία του πατέρα μου 51 χρονών τότε). Ο Πανούλιας την ώρα της βράβευσης και συγκεκριμένα την στιγμή που ο Reig Park μου έδινε το μεγάλο κύπελο του γενικού νικητή και οι δημοσιογράφοι, και η τηλεόραση απαθανάτιζαν την στιγμή της βράβευσης, παίρνει τον πατέρα μου απ’ το χέρι τραβώντας τον αυθόρμητα και αυθαίρετα αφού δεν πρόλαβε κανείς να τον σταματήσει από τον ενθουσιασμό του και τον ανεβάζει πάνω στην σκηνή λέγοντας στον Reg Park (δεν ξέρω σε ποιά γλώσσα) ”αυτός είναι ο πατέρας του” και μετά φωνάζει Αμφιλοχιώτικα “αχά πτσαρά Μάκη “ , κι όλοι μείναμε και συνεχίζει, “ ”εκεί μέσα πτσαρούλια θα πίνεις την τσιπουράρα σου”.
Απερίγραπτες και ανεπανάληπτες καταστάσεις, χειροκροτήματα, φωνές ενθουσιασμού και σφυρίγματα από τους συμπατριώτες και από όλο τον κόσμο που το ξεσήκωσε και το δημιούργησε ο Πανούλιας παρασέρνοντας και όλον τον παρευρισκόμενο κόσμο.
Την άλλη ημέρα όλος ο τύπος και το μόνο μέσο ενημέρωσης η ΕΡΤ αναφερόταν στο γεγονός της χρονιάς. Οι τίτλοι των εφημερίδων τότε με φωτογραφία του πατέρα μου στην μέση κι εμένα δεξιά και τον Κώστα αριστερά “ ο σύγχρονος Διαγόρας”
“Όποιος τολμά ας πειράξει τον μπαμπά” , “ένας μπαμπάς δύο Superman”
“Οποιος τολμα ας πειραξει τον μπαμπα” , “ενας μπαμπας δυο Superman”
Συνεχίζεται…..
ΕΔΩ μπορείτε να διαβάσετε το 1ο μέρος της συνέντευξης, ΕΔΩ το 2ο, ΕΔΩ το 3ο, ΕΔΩ το 4ο, ΕΔΩ το 5o , ΕΔΩ το 6ο , ΕΔΩ το 7ο , ΕΔΩ το 8ο, ΕΔΩ το 9ο.
*Ο Σπύρος Μπουρνάζος και το AmfLife.Gr, είναι οι νόμιμοι κάτοχοι των πνευματικών δικαιωμάτων της συνέντευξης αυτής, όπως και των φωτογραφιών.
Add Comment