-Σπύρος Μπουρνάζος
Συνεχίζουμε την συνέντευξη με τον Σπύρο Μπουρνάζο και σας παρουσιάζουμε το 7ο μέρος.
Κάπου έχουμε διαβάσει σε άρθρο του Ηλία Παγιαννίδη, για την επεισοδιακή σας στρατιωτική θητεία. Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για αυτή την περιπέτεια;
Σπύρος Μπουρνάζος
Μετά τον γυρισμό μου το 1979 από την Αμερική και την νίκη μου στο Mr. Ελλάς τον Νοέμβριο, πριν καταλαγιάσει όλη αυτή η ευφορία και η υπεραισιοδοξία που ένιωθα, μετά από 20 ημέρες πήγα να εκπληρώσω το χρέος μου απέναντι στην πατρίδα.
Στρατιώτης νεοσύλλεκτος στο κέντρο εκπαίδευσης στην Καλαμάτα και πριν καλά καλά κλείσει το 1979 άρχισε η εφορεία να γίνεται δυσφορία και ο παράδεισος κόλαση. Τα δύο χρόνια της θητείας μου, δηλαδή το 1980 και 1981 μέχρι αρχές του 1982, ήταν επεισοδιακά από ανθρωπάκια κομπλεξικά που είχαν εξουσία, από απλούς βαθμοφόρους στρατιώτες μέχρι διοικητές μονάδων (δώσε εξουσία και χρήμα στον άνθρωπο να δεις τον πραγματικό του χαρακτήρα) και ενώ εκεί δεν υπήρχε χρήμα, υπήρχε εξουσία έστω και προσωρινή, όλα τα κόμπλεξ κατωτερότητας και τα απωθημένα τους πάνω στους κατώτερους σε βαθμό (φυσικά υπήρχαν και εξαιρέσεις αλλά ελάχιστες, τουλάχιστον από αυτούς που εγώ συνάντησα) από διοικητές, ανώτερους, μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη και συνήθως την νύφη την πληρώνει στο τέλος ο στρατιώτης, ο κατώτερος.
Εκεί σε αυτά τα 2 χρόνια είδα όλων τον παραλογισμό της εξουσίας (γι’ αυτό λένε ότι εκεί που τελειώνει η λογική αρχίζει ο στρατός).
Βέβαια όλα αυτά για πειθαρχία και υπακοή, αλλιώς δεν θα ήταν στρατός θα ήταν κολέγιο. Γιατί στο στρατό βρίσκεις κάθε καρυδιάς καρύδι που λέμε, όλους τους τύπους των ανθρώπων και μεγαλύτερος καθρέπτης από αυτόν δεν νομίζω να υπάρχει πουθενά αλλού στην ζωή ,να δεις δικές σου κρυφές πλευρές εξουσίας και απωθημένων που είναι κρυμμένες και καταχωνιασμένες στην αποθήκη του υποσυνείδητου και του συλλογικού ασυνείδητου που λένε και οι μεγάλοι ψυχολόγοι.
Η δική μου εμφάνιση λόγω σωματικής ρώμης και όγκου, ήταν κόκκινο πανί για τους μανιασμένους ταύρους που διψάνε για εκτόνωση των απωθημένων τους και η πρόσφατη δημοσιότητά μου τους εκνεύριζε ακόμη περισσότερο και ήθελαν να μου επιβληθούν ακόμη και σωματικά.
Ακούστε θράσος από λοχαγό (πιο ψηλός από εμένα και ακατέργαστος όγκος) μετά στην Θήβα που πήγα για εκπαίδευση βαθμοφόρου λοχία, είπε μπροστά σε όλους «σταρ Ελλάς υποτιμητικά» (γιατί σταρ Ελλάς είναι τίτλος των γυναικείων καλλιστείων) και όλοι γέλασαν, άμα βγάλω τα διακριτικά από πάνω μου, συνέχισε, μαλώνεις μαζί μου; Νόμιζα ότι μου κάνει πλάκα για να δει την αντίδρασή μου και δεν μίλησα μέχρι που ήρθε κοντά μου, γιατί καθόμουν από σεβασμό και πειθαρχία προσοχή απέναντι στον ανώτερο και με έσπρωξε επιδεικτικά. Από προσοχή βρέθηκα στην ανάπαυση, το ένα πόδι μπροστά και το άλλο αντί για πλάγια πρόλαβα και το έβαλα πίσω, που σημαίνει έτοιμος για επίθεση και συγχρόνως για άμυνα (μάλλον το μέσα του έπιασε την πρόθεσή μου που ήμουν έτοιμος για δεξί ντιρέκτ που θα έπεφτε κάτω σαν άδειο σακί) και μου είπε: μην τολμήσεις και από αύριο δέκα ημέρες φυλακή. Βέβαια έβαλαν μετά έναν πιο παλιό από εμένα στρατιώτη, επειδή ήταν τσαμπουκάς, ογκώδης και παρορμητικός να δουν αν τα μπράτσα της «σταρ Ελλάς» είναι σκέτα φούσκες όπως λέγανε και όπως ήρθε ο μετέπειτα φίλος μου Άκης Πυλαρινός(φόβος και τρόμος μετά στην νύχτα) με πολύ παρόρμηση και φόρα, έτσι, και βρέθηκε ξαπλωμένος ανάσκελα, μόνο με απλή πτώση αφού τον σήκωσα όρθιο, 120 κιλά που ήταν τότε και με δέσιμο από την μέση τον γύρισα καφακόλ, που λέγαν και στην ελληνορωμαϊκή χωρίς και χειροδικήσω.
Αυτό έφτανε και μόνο που είδαν για να σταματήσουν οι σωματικοί τσαμπουκάδες.
Τα άλλα πειθαρχικά συνεχιζόταν ( ο Άκης πολύ μετά τον στρατό από τον παρορμητισμό του και που δεν δεχόταν που λέμε μύγα στο σπαθί του έφτασε άθελά του και στο φόνο και καταδικάστηκε ισόβια, δεν τον ξανάδα από τότε, ελπίζω να είναι καλά).
Αυτά κάνουν οι ραδιουργίες από τους επιτήδειους και τα μπριζώματα των κομπλεξικών και δεν θέλει πολύ να βρεθείς, έστω και αμυνόμενος φυλακή και μάλιστα ισόβια χωρίς καν να έχεις πρόθεση ή να γνωρίζεις το θύμα.
Έχουν δει πολλά τέτοια τα μάτια μου και έχω αποτρέψει πάμπολλες καταστάσεις συμβιβάζοντας τα ασυμβίβαστα λόγω σεβασμού( από τις δύο αντίπαλες πλευρές) και λόγω της καλής φήμης που είχα σαν αθλητής και πρωταθλητής και πάνω απ΄όλα σαν φιλήσυχος και ειρηνικός άνθρωπος.
Αλλά όσο φιλήσυχος και ειρηνικός να είσαι, δεν σε αφήνουν ΄οι διαόλοι ν αγιάσεις΄ που λέει και η παροιμία.
Έτσι με έφτασαν στα Γιαννιτσά (στην μονάδα που με μετέθεσε ένας λοχαγός από την Θήβα, λάτρης του αθλητισμού ο κ. Νίκος Φουρνογεράκης)
στα όρια της υπομονής και της ανοχής και επειδή η ανοχή για τους θρασείς είναι ένδειξη αδυναμίας, τους έδειξα ότι στο δίκαιο , στο καθήκον και το πρέπων, είναι δύναμη ψυχής περισσότερο και όχι σωματικής υπεροχής γιατί ήταν και άλλοι σωματικά δυνατοί αλλά αυτήν την δύναμη την χρησιμοποιούσαν και την εκδήλωναν στους κατώτερους και όχι στους ανώτερους και αυτό κάνει την διαφορά του θράσους από του θάρρους, της υποταγής από την αξιοπρέπεια, του συμβιβασμού από την υπεράσπιση της αλήθειας και του δίκιου.
Έτσι ο κύριος λοχαγός μου είπε ότι η καλύτερη μονάδα μετά την εκπαίδευσή μου σαν λοχίας είναι στα Γιαννιτσά γιατί εκεί απέναντι από το στρατόπεδό μας ήταν και η μονάδα μονίμων Αμερικανών στρατιωτών που θα μας εκπαίδευαν στα πυρηνικά όπλα και οι Αμερικανοί είχαν πλήρη εξοπλισμένο γυμναστήριο και άμα με δουν θα με συμπαθήσουν και θα έχω ελευθέρας να γυμνάζομαι μαζί τους.
Όντως, οι Αμερικανοί με συμπάθησαν από την πρώτη στιγμή που με είδαν και μου είπαν κάθε απόγευμα μετά την εκπαίδευση να πηγαίνω να γυμναζόμαστε παρέα, αλλά ο διοικητής μου δεν μου το επέτρεψε και μάλλον ο λόγος δεν πιστεύω να ήταν προσωπικός γιατί στην αρχή με καλοδέχτηκε και ήταν υπερήφανος που ήμουν στην μονάδα του σαν πρωταθλητής Ελλάδος, αλλά πιστεύω ότι τον ραδιούργησε ένας λοχαγός αδύνατος και κομπλεξικός του Β γραφείου( αυτοί που παρακολουθούν τους πάντες και τα πάντα, δηλαδή κατάσκοποι).
Όταν πάνω στην εκπαίδευση με τα πυρινικά με ρώτησε την πρώτη κιόλας ημέρα: ξέρεις λοχία γιατί εκπαιδευόμαστε σε αυτά τα όπλα; Του είπα σε περίπτωση πολέμου με τους Τούρκους (αυτό με είχαν μάθει από το δημοτικό σχολείο ότι οι Τούρκοι ήταν οι εχθροί μας από το 1453 από την άλωση της Κωνσταντινούπολης) και μου απάντησε με αυστηρό τόνο (που ήμουν και εδώ στο στρατό όπως και στο σχολείο ανεπιτήδευτος ) τον κακό σου τον καιρό και είσαι και λοχίας πανάθεμάσε, για της κομουνιστικές χώρες ρε στραβάδι, με τους Τούρκους είμαστε σύμμαχοι και φίλοι, είμαστε στο Ν.Α.Τ.Ο. και όταν του είπα: γιαυτό μας πήραν την μισή Κύπρο; Μου μίλησε πάλι αυστηρά και επιτακτικά: ακούς ρε τι σου λέω; Αυτό ήταν το επιχείρημά του!!!!!
Και γέλασαν όλοι οι παρευρισκόμενοι, τώρα με εμένα που ήμουν αδιάβαστος και δεν ήξερα ότι οι Τούρκοι ξαφνικά γίνανε φίλοι μας και οι βόρειοι γείτονές μας όλοι εχθροί μας; ή με την επιχειρηματολογία του και την σαφή εξήγηση που μου έδωσε: ακούς τι σου λέω εγώ ρε στραβάδι…. μάλλον το πρώτο, να μην φανεί ο αρχηγός βλάκας και χάσουμε την εύνοιά του ( αυτοί ήταν μάλλον ενημερωμένοι και είχαν σύμμαχο τον καλό τους τον καιρό και εγώ τον κακό μου τον καιρό).
Τέλος πάντων το επεισόδιο έληξε με 10 ημέρες κράτηση και με κάλεσε ο διοικητής στο γραφείο του και με ενημέρωσε για διάφορους συναδέλφους στρατιώτες ότι είναι κομουνιστές και να μην περιφέρομαι με αυτούς κατά της εξόδους μου στην πόλη των Γιαννιτσών και όχι πολλά πολλά μαζί τους και να προσέχω!!
Τι μην με κάνουν κομουνιστή; ή μην το μάθουν οι σύμμαχοί μας Αμερικανοί και χάσουν πάσα ιδέα για μένα;
Παρόλο που μου απαγόρευσε να πηγαίνω στην βάση των Αμερικανών μου είπε αν θέλω να γυμνάζομαι μόνος μου θα μου παραχωρήσει μία μικρή αποθήκη που χρησιμοποιούσε ένας συνάδελφος σαν ραφείο τέσσερα επί τέσσερα και στον ελεύθερο χρόνο μου να γυμνάζομαι αφού προμηθευτώ( αυτός νόμιζε μία μπάρα για να σηκώνω τα κιλά όπως οι αρσιβαρίστες και μάλλον δύο αλτήρες, δηλαδή φουλ εξοπλισμός) ενώ οι Αμερικάνοι είχαν εξοπλισμό που εμείς δεν είχαμε ούτε στα καλύτερα γυμναστήρια της Αθήνας τότε.
Αφού παράκουσα όλες τις ΄συμβουλές΄του με την βοήθεια ενός στρατιώτη, του αείμνηστου φίλου και αδελφού Παναγιώτη Χαριτίδη που έφυγε νωρίς από την ζωή και ήταν από την πόλη των Γιαννιτσών με πατέρα σιδηρουργό και κομουνιστή, αλλά πρόσχαρο και καλοσυνάτο άνθρωπο, φτιάξαμε τα βασικά όργανα που χρειαζόμουν γιατί στην μονάδα αυτή θα καθόμουν σχεδόν 2 χρόνια και τα μεταφέραμε στο ραφείο- γυμναστήριο.
Ο ράφτης έραβε, εγώ γυμναζόμουν και οι κατάσκοποι έψαχναν για αφορμές( πως λέμε δουλειά δεν είχε ο διάολος και έδερνε τα παιδιά του) έτσι και εδώ , ώσπου μετά από ένα χρόνο υπόδειγμα πειθαρχημένου στρατιώτη στις ασκήσεις και στα καθήκοντα που μου ανέθεταν λόγω του ότι ήμουν λοχίας, έφτασε η υπομονή και ο κόμπος στο χτένι και ξέρετε τι γίνετε εκεί…..
ή σπάει το χτένι ή ξεριζώνεται το μαλλί και επειδή εμένα τότε τα μαλλιά μου( μην κοιτάτε τώρα) ήταν πολύ δυνατά και γερά , έσπασαν απ’ το χτένι αρκετά δόντια.
Και ο λόγος του επεισοδίου προσωπικά δεν με αφορούσε, θα μπορούσα να τον παραβλέψω αφού εκείνη την παραμονή της άδειάς μου ήμουν λοχίας υπηρεσίας, θα έκανα το καθήκον μου και το πρωί θα έφευγα αλλά πέφτοντας στη αντίληψή μου ατασθαλία βαριά από τον ανθυπολοχαγό, κολλητό του λοχαγού και κατά πάσα πιθανότητα και του διοικητού, γιατί μετά το επεισόδιο δεν με κάλεσε ο διοικητής στο γραφείο, και επειδή εγώ πήρα μάρτυρες όλα τα παιδιά πού ήταν παρόντα και τους αφορούσε όλους. Όταν φτάσαμε έξω από το γραφείο, ο ίδιος τους απείλησε με την λέξη(που τρόμαξαν όλοι και έφυγαν εκτός από έναν λεβέντη και ντόμπρο παλικάρι τον Γιάννη τον Μαλλά) αυτό που κάνετε- τους είπε -λέγεται ”στάση” και πάτε όλοι στρατοδικείο.
Τον Γιάννη τον έδιωξα εγώ και ανέλαβα την ευθύνη των πράξεών μου, γιατί υπεράσπιζα το δίκιο που δεν μπορούσαν οι συνάδελφοι και φίλοι στρατιώτες, γιατί ο απατεώνας ήταν ανώτερός μας και υπεύθυνος του Κ.Ψ.Μ.(αν χρειαστεί θα αναφέρω και το ονοματεπώνυμό του, αλλά επειδή τώρα μπορεί να υπάρχουν από πίσω του γυναίκα και παιδιά, δεν θα αναφέρω λεπτομέρειες για το επεισόδιο, λέω αν χρειαστεί, γιατί λέω αλήθειες και υπάρχουν ακόμη και οι μάρτυρες που όταν με βλέπουν το πρώτο που θυμούνται είναι αυτό, λέγοντάς μου: τι ήταν αυτό που έκανες τότε ρε γίγαντα; Κανείς δεν με αποκάλεσε τρελό, φαινόταν τρέλα αλλά ήταν αγανάκτηση από θρασίμια που νομίζουν ότι η μονάδα που υπηρετούσαμε ήταν το μπακάλικο του μπαμπά τους και μπορούσαν να κάνουν ότι θέλουν βουλώνοντας στόματα, μάτια και αυτιά, λόγω του ότι η πατρίδα τους εμπιστεύτηκε με ένα, δύο ή τρία αστεράκια καρφιτσωμένα στον γιακά τους!
Η κατάληξη μετά από ένα χρόνο, υπόδειγμα στρατιώτη ( πλησίαζαν Χριστούγεννα και δικαιούμουν άδεια δεκαπενταήμερη να πάω στους γονείς μου που είχα ένα χρόνο να τους δω) ήταν να με τυλίξουν που λέμε σε μία κόλλα χαρτί και να πάω στρατοδικείο.
Αλλά επειδή ήμουν πολύ ατσαλωμένος σαν χαρακτήρας, λόγω του ότι από μικρός είχα πάρει την ζωή στα χέρια μου, είχαν να κάνουν μάλλον με σκληρό καρύδι. Γιατί χρησιμοποιούσα εκτός από την σωματική δύναμη και την λογική και φοβήθηκαν με τα λεγόμενά μου και κατά την απολογία μου ότι μπορεί εγώ να πήγαινα φυλακή αλλά αυτοί ποτέ δεν θα παίρνανε προαγωγή για ανώτερο αξίωμα, γιατί θα εκτίθονταν(είχαν και μεγάλες φιλοδοξίες).
Έτσι προτίμησαν να συμβιβάσουν την κατάσταση στέλνοντάς με συνοδεία δύο τζιπ από στρατιωτική αστυνομία στο στρατιωτικό νοσοκομείο 424 στην Θεσσαλονίκη λέγοντάς μου ψέματα ότι εκεί αφού θα με εξέταζαν οι γιατροί θα μου έδιναν την άδεια που δικαιούμουν να πάω στο χωριό. Ξέρετε τι έγραφε το παραπεμπτικό που είχε ο φίλος και συνάδελφος γιατρός; (δεν ξέρω αν εκείνος το ήξερε, γιατί μαζί μου ήταν πολύ φιλικός και καθησυχαστικός) ότι είμαι επικίνδυνος (μάλλον τρελός) και χρειάζεται να νοσηλευτώ, μέχρι μάλλον να ξαναγίνω ακίνδυνος και νορμάλ. Εκεί έβρισα την ώρα και την στιγμή που γύρισα πίσω Ελλάδα, σε τέτοιες καταστάσεις θυμού και απόγνωσης από απάνθρωπες συμπεριφορές και μάλιστα σ΄έναν πρωταθλητή και υπόδειγμα στρατιώτου.
Το Β.Β. τότε δεν ήταν στην Γενική Γραμματεία Αθλητισμού αλλιώς θα ήμουν σωματική αγωγή στο στρατό, όπως όλοι οι Έλληνες πρωταθλητές όλων των αθλημάτων και όχι μεταθέσεις, αποσπάσεις και ένα σωρό άλλες περιπέτειες, αλλά σε καλό μου βγήκαν σε βάθος χρόνου και (στις μετέπειτα περιπέτειες στην αθλητική μου καριέρα και οδύσσεια). Γιατί το άδικο ουκ ευλογείτε και εγώ ατσαλώθηκα ακόμη πιο πολύ σαν χαρακτήρας , αφού δεν πήρα κανέναν τηλέφωνο παρόλο που είχα αρκετές γνωριμίες για βοήθεια, ούτε καν τους γονείς μου και αφού με πήγαν στο 424 νοσοκομείο, με παρέπεμψαν σε ψυχίατρο.
Εγώ φρόντισα και πήρα μαζί μου και ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από Αμερική και αποκόμματα από εφημερίδες από τους αγώνες.
Όταν με είδε ο γιατρός και του είπα την ιστορία μου, μου λέει επί λέξη: επειδή είσαι καλό παλικάρι και ειλικρινής και πάνω απ’ όλα αθλητής, θα σε κρατήσω εδώ μέσα για 15 μέρες για νοσηλεία και καλά λόγο «αγχωδών αντιδραστικών εκδηλώσεων) αυτό θα γράψω για να μην σου μαυρίσουν και το μητρώο και μετά θα σου δώσω ένα μήνα άδεια. Έτσι και έγινε. Όλα αυτά ξέρετε γιατί σας τα είπα; Γιατί εκεί μέσα συνάντησα και έναν παλιό φίλο από την Ελληνορωμαϊκή , πρωταθλητής κι αυτός Ελλάδος τότε στους εφήβους, ο μετέπειτα δεύτερος στην ιστορία μετά τον Στέλιο Μηγιάκη και αυτός στο ψυχιατρείο(έχω και φωτογραφίες μαζί του με πυτζάμες τρελών!…) ευγενέστατο παλικάρι με παιδεία, καλλιεργημένος, προσιτός, ήπιων τόνων και σεμνός όπως και στην μετέπειτα καριέρα του.
Θυμάμαι όταν γύρισε από τους Ολυμπιακούς μετά αγώνες, ο μόνος χρυσός Ολυμπιονίκης, έτρεξαν όλοι να φωτογραφηθούν μαζί του και να κλέψουν λίγο από την δόξα (του τρελού) ενώ πριν στα αζήτητα. Την άλλη μέρα τον πήρα τηλέφωνο να τον συγχαρώ για την μεγάλη του επιτυχία και εξέφρασε την απορία του: που είσαι, γιατί δεν ήρθες και του είπα: άσε τρελέ έχω πολλές φωτογραφίες εγώ μαζί σου από τα πέτρινα χρόνια…και σκάσαμε στα γέλια με τους τότε γελοίους, ασυνείδητους και ηλίθιους που δεν το έχουν σε τίποτα να καταστρέψουν όχι μόνο καριέρες αλλά και τους ίδιους τους ανθρώπους (το τι λεβέντες και παλικάρια είδα εκεί μέσα φυτά από τα χάπια, θέλω έναν τόμο για να τα περιγράψω) τέλος πάντων, αυτά έχει η ζωή, η βλακεία και η ανευθυνότητα θα διαιωνίζεται όσο θα υπάρχει εγωισμός, σύγκριση και πάνω απ΄όλα ασυνειδησία.
Γιατί στο στρατό πάμε για να υπηρετήσουμε την πατρίδα και όχι την παλαβομάρα ,τα κόμπλεξ και τα απωθημένα του κάθε ανέραστου. Το ξαναείπα και το σέβομαι ότι ο στρατός θέλει πειθαρχία, αλλά όχι προσωπικές κόντρες για να εκτονώσει ο κάθε ανώτερος την ατομική του καταπίεση. Και εγώ λοχίας ήμουν από τον 4ο μήνα στο στρατό και σεβόμουν και τον πιο αδύναμο χαρακτήρα τον προστάτευα και με τον καλό τον λόγο και την συμπεριφορά μου σαν ίσος προς ίσο, του δημιουργούσα αίσθημα ευθύνης, πειθαρχίας μέσα από σεβασμό και φιλία και όχι από φόβο και ταλαιπωρία. Με λίγα λόγια τους χτυπούσα στο συναίσθημα, αυτό που λέμε φιλότιμο και ο Έλληνας την έχει αυτή την αρετή στο d.n.a. και το συναίσθημα είναι πιο δυνατό από το τρελό μυαλό που θέλει το εγώ να επιβληθεί και να εξουσιάζει και επειδή εγώ έτσι λειτουργούσα, το περίμενα και από τους άλλους.
Έτσι καθ΄ όλη την διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας στον θάλαμο τον δικό μου και τους στρατιώτες που είχα υπευθύνη μου, δεν λέω την λέξη ούτε εξουσία ούτε υπό της διαταγές μου γιατί αυτές οι λέξεις μου φέρναν και μου φέρνουν αλλεργία και αναγούλα.
Δεν επέτρεψα ποτέ τα λεγόμενα καψόνια στους νέους ή και στους παλιούς που μειώνουν και υποβιβάζουν την αξιοπρέπεια και ατομικότητα του καθενός όποιος κι αν ήταν και ότι και αν ήταν στη ζωή του εδώ είμασταν όλοι ίδιοι, υπηρετούσαμε όλοι την πατρίδα για τον ίδιο σκοπό, για να έχουμε ασφάλεια και ειρήνη σαν χώρα και όχι τον κάθε ηλίθιο και βλάκα προσωπικά!….
Θα έχετε δει και σε έργα του σινεμά από αφηγήσεις και εμπειρίες από βετεράνους πολέμων αληθινά σενάρια που ανατριχιάζει και ο πιο αδίστακτος όταν τα βλέπει από ασυνείδητους ψυχασθενείς και αιμοσταγείς που ξεκοιλιάζουν έγκυες , παιδάκια, γέρους και βιάζουν γυναίκες. Ποιοι λέτε πως είναι; οι γενναίοι και οι θαρραλέοι που κάνουν το καθήκον που τους ορίζει η πατρίδα και η συνείδησή τους ή οι θρασύδειλοι καταπιεσμένοι και φοβισμένοι; που δεν έχουν ιερό και όσιο μέσα τους και έξω. ένας λόγος που δεν πήγα στα Ο.Υ.Κ. είναι επειδή ο μεγαλύτερος τότε εκπαιδευτής των Ο.Υ.Κ , ο Κώστας Λαζανάς ήταν προσωπικός μου φίλος και θαυμαστής μου και ερχόταν στο γυμναστήριο του Κωστογλάκη και γυμναζόμασταν μαζί και μου είπε: μην έλθεις εδώ, γιατί σε αυτή την εκπαίδευση θα υποστείς με την θέλησή σου όλα τα δεινά και τις αντιξοότητες της εκπαίδευσης και εδώ δεν υπάρχουν φιλίες και εξαιρέσεις.
Ο φίλος μου ο Πέτρος Κατσικαρέλης έκανε το λάθος και πήγε και ο φίλος μας ο Λαζανάς τον πέρασε απ΄όλα τα (μαρτύρια της εκπαίδευσης). Θυμάμαι όταν είχε έλθει ο Πέτρος μαζί με το Λαζανά στο γυμναστήριό μου είπε: μην τον βλέπεις έτσι, είναι τρελός, πήγε να με πνίξει και με όλο το θάρρος του είπα: Κώστα γιατί το έκανες αυτό; είπε πως αυτό ήταν η τελευταία δοκιμασία, μάθημα πανικού και αποφυγή πνιγμού και μετά φύγαμε μαζί εγώ , ο Πέτρος, αυτός και ο Κωστογλάκης και πήγαμε σε ένα εξοχικό του και ρίξαμε μπετό στην αυλή του.
Αυτοί οι μεγάλοι εκπαιδευτές φαίνονται τρελοί εως και ψυχασθενείς, αλλά είναι όλα θέατρο από την πλευρά τους, δεν έχεις παρά να δηλώσεις εγκατάλειψη και την άλλη μέρα έφευγες (σαν γάτα βρεγμένη )που λέμε.
Όταν κάποτε γύριζα ένα έργο στο κέντρο εκπαίδευσης στον Σκαραμαγκά στα Ο.Υ.Κ. κάνοντας ένα κομμάντο, ο υποδιοικητής Κώστας Ματάλας με τίμησε με αναμνηστική πλακέτα
μπροστά σε όλους τους εκπαιδευτές και στα παιδιά που πέρασαν το σχολείο αυτό της σκληρής εκπαίδευσης(τέτοιος ήταν ο θαυμασμός του απέναντί μου)δεν θα ξεχάσω τα συγκινητικά και τιμητικά λόγια που απεύθυναν ο διοικητής και ο φίλος και θαυμαστής μου, ο υποδιοικητής και μετά οι εκπαιδευτές προς τους στρατιώτες: δάκρυσα από τον σεβασμό και τα τιμητικά λόγια που απεύθυναν στα παιδιά τους, την οικογένειά τους, έτσι τους αποκάλεσαν μετά όλους και θυμάμαι την ατάκα “όλοι για έναν και ένας για όλους” αυτό θα πει γροθιά και όχι χέρι ανοικτό (μούντζα) που σπάνε τα δάκτυλα και το χέρι μαζί!.. μόνο συγνώμη δεν ζήτησαν από τους στρατιώτες για τα σκληρά και εξοντωτικά και υποχρεωτικά (βασανιστήρια) που τους υπέβαλαν όπως το σίδερο στη φωτιά για να τους ατσαλώσουν. Μετά υπήρχε σεβασμός και ευγνωμοσύνη προς τους πειθαρχημένους και ατσαλωμένους στρατιώτες και οι στρατιώτες προς τους εκπαιδευτές τους και σε περίπτωση εμπόλεμης κατάστασης θα κάναν αθόρυβα το καθήκον τους, τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο.
Αυτό θα πει θάρρος, γενναιότητα, αυτοπειθαρχία και λεβεντιά που όλοι μας αυτή την λεβεντιά την βλέπουμε ακόμη και στις παρελάσεις που εισπράττουν τα παρατεταμένα χειροκροτήματα και τις ζητωκραυγές του κόσμου στο πέρασμά τους.
Κρίμα το μετάνιωσα που δεν πήγα και ας γινόμουν 80 κιλά, τουλάχιστον θα είχα να κάνω με άνδρες τολμηρούς και ψυχωμένους και όχι τρομαγμένα, θρασύδειλα και άψυχα τσιροπούλια που (βγάζαν τα διακριτικά τους) και μετά μην τολμήσεις, 10 μέρες φυλακή, έτσι κύριε Πρεζεράκο; στην Θήβα) τι παράξενο!
Να σε θαυμάζουν ,να σε σέβονται και να σε αναγνωρίζουν αυτοί που έχουν διακριθεί και τιμηθεί και να προσπαθούν να σε μειώσουν τυχάρπαστοι και τυχοδιώκτες και ευκαιριατζήδες.
Τέλος πάντων, είπαμε “ουδέν κακό αμιγές καλού” και όλα σε βάθος χρόνου είναι για καλό και πάνω απ΄όλα καθρέπτες να βλέπουμε εμάς σε άλλες πτυχές μας, μόνο που είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο να δεις εσένα όταν είσαι μέσα στο χορό και χορεύεις και εσύ! Θέλει απόσταση και παρατήρηση όπως ο θεατής στο σινεμά και μην νομίζετε ότι ο γενναίος και θαρραλέος δεν φοβάται, φοβάται και αυτός αλλά χαλιναγωγεί τον φόβο του. Δεν είναι ούτε δειλός ούτε θρασύς έχει και αυτός εγωισμό που σιγά σιγά θα μεταλλαχθεί σε αξιοπρέπεια. Αλλά μέχρι να γίνει ο γενναίος άφοβος, έχει πολύ δύσκολο προσωπικό και ατομικό αγώνα μετά όχι με τους άλλους αλλά με τον ίδιο του τον εαυτό, τα πάθη του, από εκεί ξεκινά ο φόβος και τελειώνει όταν φθάσεις στην απάθεια. Είναι πολύ εύκολο να επιβληθείς στους άλλους, αλλά δύσκολο έως ακατόρθωτο στα πάθη σου (αυτό είναι άλλο κεφάλαιο) για να μην ξεφύγω από το θέμα μου, επανέρχομαι στο μεγάλο σχολείο που λέγεται Στρατός.
Μετά την άδεια ξαναπήγα στην μονάδα μου στα Γιαννιτσά , αλλά για τελευταία φορά γιατί φρόντισε ο αείμνηστος κ. Ανδρέας Σιζόπουλος, ο προπονητής της άρσης βαρών να με αποσπάσει στην σωματική αγωγή σαν αρσιβαρίστα γιατί είπαμε, το Β.Β> δεν ήταν τότε στην Γενική Γραμματεία Αθλητισμού.
Έτσι αναγκάστηκα να κάνω τους αγώνες των σωμάτων ασφαλείας του Σ.Σ.Μ., που γινόταν κάθε χρόνο εκπροσωπώντας τον στρατό, πότε τον αρσιβαρίστα και πότε τον μποξέρ.
Όσο για τον διοικητή στα Γιαννιτσά, μετά την (αναρρωτική άδεια έτσι έγραφε), το χαρτί άδειας, όχι άδειες που ζητούσα εγώ τα καλοκαίρια για να βοηθάω τους γονείς μου στα καπνά, ούτε τιμητικές που αρίστευα στην εκπαίδευση, γιατί πάντα μου έλεγε είσαι απαραίτητος στην μονάδα λόγω ιδιότητος, με ρώτησε τι κάνουν οι γονείς σου είναι καλά; Και του είπα, γιατί τώρα μιας που νοσηλεύτηκα σαν επικίνδυνος (τρελός) έπαψα να τον σέβομαι σαν ανώτερο και τον έβλεπα σαν ένα φοβισμένο ανθρωπάκι που ήθελε όχι να επανορθώσει την αδικία, αλλά να με καλοπιάσει για να μην συμβούν και χειρότερα, γιατί άλλα περίμενε και άλλα του φανερώθηκαν. Έτσι του είπα ευθαρσώς και με απαξίωση, γιατί τους είχες σκεφτεί και από πριν που σου ζητούσα άδεια αγροτική ή όταν με στέλνατε στο 424;
Κατάπιε την γλώσσα του από την αμηχανία του.
Μου είπε από αύριο στην εκπαίδευση, όπως τότε δηλαδή ( εννοούσε υπόδειγμα στρατιώτη) δεν του μίλησα, έφυγα για να δώσω τόπο στην οργή που είχα μέσα μου, γιατί ήμουν έτοιμος να εκραγώ με το θράσος και την αναίδειά του να με ρωτάει τώρα τάχα, πως ενδιαφέρετε για την υγεία των γονιών μου, ενώ πριν τον παρακαλούσα ότι είναι μόνοι τους και θέλουν χέρι βοήθειας και είπα μέσα μου, να είσαι σίγουρος όπως τότε δεν θα αλλάξει τίποτα.!….
Εκτός από υπάκουος ήμουν και σεβαστικός και πρόθυμος ακόμη και για αγγαρείες και εκτός στρατοπέδου.
Όταν πήρε ένα τεράστιο πιάνο στον μαλθακό και χοντρούλη σαν κι αυτόν γιό του ο διοικητής,(τα δικά τους τα παιδιά τα φροντίζουν και τα προσέχουν λόγω αδυναμίας, του γείτονα να ψοφήσει ο σκύλος) μου είπε: εσύ που είσαι δυνατός, θα μπορέσεις με άλλους 2-3 να το ανεβάσετε στον τρίτο όροφο(που έμενε στην πόλη των Γιαννιτσών, από τις σκάλες του κλιμακοστασίου); Και με προθυμία του απάντησα: εγώ και άλλο ένα δυνατό παλικάρι ο Γιάννης ο Μαλάς που είχα μαζί μου βοηθό στο γυμναστήριο φτάνουμε, δεν χρειάζεται άλλος. Ένα παλικάρι που όμοιό του δεν έχω ξανασυναντήσει από τότε μέχρι και σήμερα στη ζωή μου, που διατηρούμε οικογενειακές σχέσεις. Η αγνότητά του, η λεβεντιά του , το ήθος του και η πίστη στο θεό, αν και αγράμματος, τη σοφία στα λόγια του μόνο σε ένα αγνό γεροντάκι στο Άγιο όρος που συνάντησα μπορώ να την συγκρίνω. μένει μόνιμα στην Λεπτοκαρυά με την οικογένειά του και όποτε έπαιρνα άδεια δύο μέρες με φιλοξενούσε εκεί με τους δικούς του, γιατί δεν προλάβαινα να κατέβω εγώ στους δικούς μου στην Αμφιλοχία λόγω αποστάσεως. Ήταν σαν να ήμουν στην οικογένειά μου, τόσο οικεία αισθανόμουν.
Όταν το ανεβάσαμε πάνω σαν πούπουλο, τότε έδειξε την ευαισθησία και τον ενθουσιασμό του μπροστά στην γυναίκα και το παιδί του λέγοντάς μας, άμα έχουμε τέτοια παλικάρια δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτα και μας κέρασε σαν καλός οικοδεσπότης. Χάθηκε ρε γαμώτο να είναι έτσι ο άνθρωπος πέρα από παράσημα και εξουσίες;
Ευτυχώς ήρθε πολύ γρήγορα η απόσπαση (όχι μετάθεση για πάντα) για την σωματική αγωγή και εκεί αυτός το βιολί του, είναι απαραίτητος για την μονάδα, αλλά όταν τον πήραν τηλέφωνο ανώτεροι του, έκανε ως συνήθως όπως όλοι οι κατώτεροι, την πάπια!…
Τότε στην σωματική αγωγή που αποσπάστηκα γινόταν μετά από δύο μήνες αγώνες του Σ.Σ.Μ και ο προπονητής της Εθνικής Ελλάδος τότε κ. Νίκος Βλασσόπουλος, όταν με πρωτοείδε, με συμπεριέλαβε στην ομάδα του και πήγα εκεί να γυμναστώ μαζί με όλους τους Έλληνες πρωταθλητές στο μποξ που υπηρετούσαν στα σώματα ασφαλείας.
Μετά από δύο μήνες μόνο εκπαίδευσης, με κατεβάζει στην Πάτρα που γινόταν οι αγώνες και παίρνω την δεύτερη θέση χωρίς να παίξω στον τελικό γιατί στους ημιτελικούς και ενώ κέρδισα τον αγώνα με Knock down(αποχώρηση του αντιπάλου), στραμπούλησα τον αστράγαλό μου από την απειρία και τον ενθουσιασμό μου και πάνω απ΄όλα τον φόβο μου, γιατί οι αντίπαλοι και φίλοι, ήταν πρωταθλητές και έμπειροι και οι θεατές στο στάδιο είδαν έναν γίγαντα σε σωματική διάπλαση, αλλά δεν γνώριζαν την απειρία μου.
Οι πιο πολλοί από κάτω ήταν στρατιώτες και εγώ εκπροσωπούσα τον στρατό, με παρότρυναν με φωνές και χειροκροτήματα χωρίς να ξέρουν ότι το μποξ δεν είναι μόνο σώμα και δύναμη, ούτε ξύλο του δρόμου που λέμε χωρίς κανόνες, αλλά τέχνη και πάνω από όλα αντοχή, που εγώ δεν είχα τίποτα από τα δύο μπροστά στους έμπειρους μποξέρ. Είχα όμως δύναμη και ψυχή. Μέσα στην ατυχία μου, ήμουν και τυχερός γιατί ο αντίπαλός μου και μετά κολλητός μου που λέμε ήταν ο παγκόσμιος πρωταθλητής του Σ.Σ.Μ. και κατά 15 χρόνια μεγαλύτερός μου Βασίλης Μπούτας και όπως μου εκμυστηρεύτηκε μετά, μου είπε ότι και αυτός φοβήθηκε (γιατί ο έμπειρος προπονητής μου είχε πει όπως και το εφάρμοσα, πάνω στους αγώνες εσύ να έχεις τα χέρια ψηλά να φυλάς μόνο το σαγόνι και ρίξε μπουνιές, τα άλλα άστα πάνω μου. Εννοούσε όπως μου είχε πει, ότι αν έμενα από αντοχή, που θα έμενα, θα διέκοπτε τον αγώνα, όλα αυτά ελπίζοντας ότι ο αντίπαλος θα έπεφτε πριν τον πρώτο γύρο!…)
Ο κ. Νίκος, εκτός από καλός προπονητής και εμψυχωτής, είχε και μεγάλη πλάκα. Μόνο που εγώ «μούδιασα» όταν πριν από εμένα, ένας δικός μας καλός πυγμάχος, στην πιο ελαφριά κατηγορία του είπε: τον αντίπαλο τον έχεις στο τσεπάκι (και ο άλλος πρωταθλητής Ελλάδος), όταν τον έσπρωξε να τον φάει που λέμε, γυρίζει στο βοηθό του χαμογελώντας και του λέει: ορέ ξύλο που θα φάμε!!! Όπως και έγινε. Εγώ ήμουν ακριβώς πίσω τους και το άκουσα, λέω μέσα μου: τα ίδια θα πει και για μένα. Γι’ αυτό είπα πιο πάνω ήμουν τυχερός στην ατυχία μου.
Πάντως ο κ. Νίκος που με συμπαθούσε ιδιαίτερα, με έγραψε στον σύλλογό του και μέσα στον προπονητικό χώρο μου κρέμασε μία φωτογραφία από πόζα του Β.Β. δίπλα στους μεγάλους πυγμάχους του παναθηναϊκού και όχι φωτογραφία με στολή πυγμάχου και συγκεκριμένα δίπλα από τον μεγάλο πρωτοπυγμάχο και πρωταθλητή, αδελφικό φίλο Γιάννη Αϊδινιώτη,
που τώρα είναι και αυτός προπονητής στον ιστορικό αυτό σύλλογο. Κρίμα που δεν έχω μία φωτογραφία από τους αγώνες αυτούς με στολή πυγμάχου, γιατί τότε οι φωτογραφικές μηχανές για εμάς ήταν είδος πολυτελείας. Κάποιος θα έχει από τους θεατές, ας την δημοσιεύσει αν διαβάσει τα γραφόμενα, θα του ήμουν ευγνώμων.
Έτσι ανέβασα την φήμη μου ένα σκαλί πιο πάνω και πέντε σκαλιά το Β.Β. και με δέχτηκε και αυτή η οικογένεια των μεγάλων αθλητών του μποξ, όπως και οι αρσιβαρίστες και οι παλαιστές, δηλαδή τα δυναμικά αθλήματα και μου πρότειναν να συνεχίσω το μπόξ στο σύλλογό τους και να με βάλουν στο σώμα της αστυνομίας, ή του λιμενικού , ή της πυροσβεστικής και να συνεχίσω αν ήθελα και το Β.Β. παράλληλα.
Αλλά εγώ ΄΄αγρόν ηγόραζα΄΄που λέει και η λαϊκή παροιμία.
Έτσι τελείωσε η στρατιωτική μου Οδύσσεια και μετά άρχισε η κοινωνική και συγχρόνως η αθλητική στο Β.Β.
Μετά τους αγώνες του μποξ όπως σας είπα και πιο πάνω, γνωρίστηκα με τον πρωταθλητή Ελλάδος βαρέων-βαρών που υπηρετούσε κι αυτός την θητεία στην σωματική αγωγή , τον Παύλο Χρυσίδη,(τον οποίο μετά το στρατό τον έβαλαν στην αστυνομία, όπου τώρα είναι συνταξιούχος) 120 κιλά περίπου, στο ύψος μου, Κατερινιώτης με Ποντιακή καταγωγή και κεφάλα όσο ο σάκος του μποξ και χαμόγελο που φαινόταν όλα του τα δόντια πάνω-κάτω, τίμιο και καλόκαρδο παιδί, από φτωχή και αυτός οικογένεια, με γονείς όπως οι δικοί μου, μόνο που αυτοί αντί για αγρότες ήταν κτηνοτρόφοι.
Ο Παυλάρας, έτσι τον αποκαλούσαν, ουδέποτε έχασε με νοκ άουτ, για τέτοιο κεφάλι μιλάμε, ή βάραγες τον σάκο ή το κεφάλι του Παυλάρα ήταν το ίδιο, μόνο στα σημεία έχανε, αλλά κέρδιζε πάντα σχεδόν με νοκ άουτ. Τώρα καταλαβαίνετε, αν μάλωνε στο δρόμο που λέμε, χωρίς κανόνες, ισως είχε κανείς τύχη να σταθεί στα πόδια του!
Από την πρώτη στιγμή ταιριάξανε που λέμε τα χνώτα μας και γίναμε φίλοι αδελφικοί ακόμη και σήμερα. Τον πάντρεψα και του βάφτισα και την πρωτότοκη κόρη του Ευμορφία.
Θέλαμε σχεδόν 7 μήνες για να απολυθούμε και οι δύο, κάθε βράδυ σχεδόν όταν ο Παύλος δεν φύλαγε σκοπιά ή (δεν έκανε την σκοπιά άλλου που είχε οικονομική άνεση και πληρώνανε τότε μεγάλα ποσά οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές για να διανυκτερεύσουν στα σπίτια τους) τον έπαιρνα εγώ στο δικό μου στου Φιλοπάππου και κάθε πρωί ξημερώματα με ένα μηχανάκι (θα σας το δείξω σε φωτό) ανεβαίναμε σχεδόν σούζα από το βάρος του Παυλάρα πίσω, στον Διόνυσο (εκεί είχε μεταφερθεί η σωματική αγωγή τότε, από τον Άγιο Κοσμά που ήταν πριν) για αναφορά και για να φάμε πρωινό και μεσημεριανό και μετά κάτω Αθήνα (εγώ σαν λοχίας είχα μόνο μια υπηρεσία περίπου κάθε 15 ημέρες, τις άλλες ελεύθερος)
Το ανέβασμα στον Διόνυσο επεισοδιακό, όταν βιαζόμασταν και ειδικά στις ανηφόρες, όταν ξεκινούσα με πρώτη, έχανα για λίγο την ισορροπία και το μηχανάκι ήταν πιο ελαφρύ και όταν κοιτούσα πίσω έβλεπα τον Παυλάρα στον δρόμο να μουτζώνει με πόδια και χέρια ανάσκελα και να γελάει μόνος του, γιατί είχε την κακή συνήθεια να μην με κρατά από την μέση που του έλεγα, γιατί έλεγε θα μας παρεξηγήσουν, έβαζε λοιπόν τα χέρια του πίσω στην σέλα και το βάρος διπλασιαζόταν πίσω, αν υπήρχε τότε YouTube και μας ανέβαζαν, θα είχαμε σίγουρα εκατομμύρια like.
Και μυαλό ο Πόντιος δεν έβαζε από τις πτώσεις, ακόμη και από τρίκυκλο μηχανάκι έπεσε στην Πάτρα όταν ένας μακρινός μου θείος που παρακολουθούσε τους αγώνες μποξ, ήλθε να με δει και μου είπε πως ήταν ξάδελφος μακρινός με τον πατέρα μου και μας κάλεσε στο σπίτι του στην Πάτρα όπου έμενε με την γυναίκα του, για φαγητό και φιλοξενία. Όταν ο Παυλάρας είδε το τρίκυκλο έσκασε στα γέλια, όταν του είπα να μπει στην καρότσα κι εγώ μπροστά με το θείο να τα λέμε, μου λέει εσύ πίσω, γιατί ντρέπεσαι του είπα; και κάθισε μπροστά , φτάνοντας στο ρολόι στην κεντρική πλατεία (είχε την συνήθεια να μην κρατιέται) και παίρνοντας ο θείος την στροφή της πλατείας, ο Παυλάρας από την φυγόκεντρο έφυγε και τον έχασε ο θείος από δίπλα του και εγώ τώρα τον μούτζωνα από την καρότσα και γίναμε θέαμα στην Πάτρα!….
Τότε στην Κυψέλη υπήρχαν δύο από τα διασημότερα Discoclub, στην πλατεία Αμερικής το Problem και η ξακουστή Quinda στην Φωκίωνος Νέγρη.
Στην problem , ιδιοκτήτης της ήταν ένας πανύψηλος γεροδεμένος 35άρης με χέρια σαν κουπιά στο μήκος και σαν ρόπαλο στον πήχη και καρπό. Λάτρης του μποξ και πρώην και αυτός πυγμάχος ερασιτέχνης. Ανίκητος στο μπρά ντε φερ με όσους είχε βάλει που λέμε χέρι στον τεράστιο πάγκο της ντίσκο. Αυτός πάντα από την μέσα πλευρά είχε κερδίσει παλαιστές, αρσιβαρίστες, μπράντεφερς, μπόντιμπίλντερς και έβαζε και στοιχήματα.
Ένας φίλος (μακαρίτης τώρα, τον σκότωσαν έξω από το σπίτι του, φόβος και τρόμος στην νύχτα Ο Δημήτρης Μανιαβός, πατριωτάκι από το Αγρίνιο) είχαμε γνωριστεί στο γυμναστήριο του Κωστογλάκη πολύ πριν πάω φαντάρος και ήξερε όλα τα νυχτερινά στέκια της Αθήνας, μας πήρε ένα βράδυ εμένα και τον Παυλάρα να πάμε στην disco του Ηλία Γεωργουλέα, έτσι λεγόταν ο ιδιοκτήτης της problem και μας ρώτησε πόσα χρήματα είχαμε πάνω μας, ούτε για ποτό του είπαμε. Μου είπε πως είχε κλείσει στοίχημα με τον Ηλία για να παίξουμε μαζί μπράντεφερ, κανόνισε να χάσεις μου είπε!… του λέω τόσο σίγουρος είσαι για μένα;
Τότε έκανα μπροστά του 120 κιλά κάμψεις δικεφάλων με λίγο κλέψιμο στην μέση, μου λέει θα σου δώσω τα μισά και είμαι σιγουρότατος.
11 η ώρα την νύχτα στην disco μαζεύτηκαν όλοι οι θαυμαστές του Ηλία και όλο το προσωπικό, ο Τζίμης, έτσι τον αποκαλούσαν, με συστήνει εμένα και τον Παυλάρα στον Ηλία είδε την παιδική μου φάτσα και μου έσφιξε το χέρι τόσο δυνατά που νόμιζα ότι θα κολλούσαν τα δάχτυλά μου, τέτοια χούφτα χεριού είχε και μετά χαιρέτησε το ίδιο τον Παυλάρα, μόνο που ο Παυλάρας είχε και αυτός χέρι κουπί και φάτσα σκληροτράχηλη σαν του Ηλία .
ο Ηλίας νόμιζε ότι θα παίξει με τον Παυλάρα ίσως και αυτή η δυναμική χειραψία (μάλλον για να μας σπάσει τον τσαμπουκά που λένε, όπως κάνουν οι μεγάλοι πυγμάχοι που κοιτιούνται άγρια και ας είναι αρνάκια από μέσα τους όπως ο Παυλάρας).όταν του είπε ο τζίμης ότι θα παίξει μαζί μου με είδε για εύκολο αντίπαλο, εγώ τότε ζύγιζα λόγω στρατού 95 κιλά αλλά όλα μυϊκά.
Μου λέει, εγώ τον Κωστογλάκη τον έχω κερδίσει, του λέω και εγώ το ίδιο και ας μην είχα παίξει ποτέ μαζί του από σεβασμό και μόνο.
Τα φώτα στο μπαρ άναψαν και στην υπόλοιπη αίθουσα χαμήλωσαν και σταμάτησε η μουσική για τον αγώνα και την αγωνία τόσο των θαυμαστών του Ηλία όσο και του ίδιου που φαινόταν αισιόδοξος και είχε και τον αέρα του πρωταθλητού, αλλά βλέποντας και την δική μου άνεση και σχεδόν απάθεια όταν με ρώτησε από πια μεριά του πάγκου στο μπαρ θες να πας; Του είπα όπως σε βολεύει εσένα και πήγε από μέσα.
Αφού ένας (κριτής) μας τοποθέτησε τα χέρια σε θέση, να έχουν τα χέρια την ίδια γωνία, μου έσφιξε δυνατά το χέρι μου και εγώ τον κοιτούσα στα μάτια ενώ ο Ηλίας είχε τον νου του στο χέρι μην του κλείσω την γωνία και να με αιφνιδιάσει(έτσι τους κατέβαζε όλους χωρίς καν να του προβάλουν αντίσταση λες και λύγιζε ένα ελατήριο και αυτό το επαναλάμβανε δύο τρεις φορές). Έτσι κι έγινε, μόλις ο κριτής άφησε το δικό του χέρι που κρατούσε τα δικά μας, εγώ δεν έκανα προσπάθεια να τον αιφνιδιάσω αλλά να κρατήσω αντίσταση και ο Ηλίας όρμησε με φόρα, αλλά όσο κουνιέται ένας τοίχος, άλλο τόσο και το χέρι μου που ήταν λες και έπαθε αγκύλωση.
Προσπάθησε άλλες δύο τρείς φορές μέχρι που έκλεισε κι άλλο την γωνία και έβαλε και δύναμη πέφτοντας και με τον ώμο ολόκληρος πάνω μου. Πάλι το χέρι ακούνητο. Τα έχασε κι αυτός και οι θαυμαστές του και μου λέει, πάρε με εσύ και πριν τελειώσει του το κατεβάζω όπως κατέβαζε αυτός τους μέχρι τότε αντιπάλους του.
Μου ζήτησε επανάληψη. Έγινε το ίδιο άλλες δύο φορές και μου είπε να αλλάξουμε θέσεις, να πάω εγώ μέσα από το μπαρ, αλλά το ίδιο και στο τέλος μου λέει βάζουμε και αριστερό; Αν και δεν είμαι αριστερόχειρας συμφώνησα, μου είπε ούτε και εγώ είμαι αλλά και έτσι τον ξανακέρδισα. Στο τέλος παραδέχτηκε την ήττα του, μου έσφιξε το χέρι, με αγκάλιασε και με φίλησε. μας κέρασε εμένα, τον Παύλο και τον Τζίμη και μας είπε όποτε θέλουμε να πηγαίνουμε ελευθέρας.
Του υποσχέθηκα ότι θα ξαναπαίξουμε γιατί σήμερα δεν ήταν η μέρα του και μπορεί να ήταν κουρασμένος. Με αγκάλιασε ξανά και είπε μπροστά σε όλους ”είσαι πολύ καλό και σεμνό παιδί”.
Του είπα για τον Παυλάρα ότι αυτός είναι πρωταθλητής στο στοιχείο σου, το μποξ και του είπε έχω γάντια και σάκο στην αποθήκη, θέλω να έρθεις να γυμναστούμε και να φορέσουμε γάντια. Φύγαμε αργά το βράδυ και ο Τζίμης μου είπε ότι: δεν έβαλα στοίχημα με τον Ηλία αλλά με τον μπάρμαν τον Νίκο Λυκάκο(όνομα και πράμα, σκέτος λύκος ήταν, σαν να βλέπετε τον Τσαρλς Μπρόνσον μπάρμαν) και μου έδωσε τα μισά. Θα βγάζαμε με τον Παυλάρα τον μήνα άνετα!…
Μετά από μία εβδομάδα, μάθαμε ότι ένας ναρκομανής και νταής της νύχτας που είχε βγει πρόσφατα από τις φυλακές, πήγε στην ντίσκο και δεν πλήρωσε τον λογαριασμό του με αποτέλεσμα ο Ηλίας να του πει να μην ξαναπατήσει στο μαγαζί του και τον έσπρωξε να βγει έξω. Αυτός πρόβαλε αντίσταση, ο Ηλίας του έριξε ένα χαστούκι όχι μπουνιά και έπεσε κάτω, είπε στα γκαρσόνια βγάλτε τον έξω και γύρισε να φύγει, αυτός έβγαλε ένα στιλέτο και τον μαχαίρωσε στο αριστερό πλευρό και εξαφανίστηκε τρέχοντας. Ο Ηλίας γλύτωσε που λέμε από του χάρου τα δόντια. Πρώτη φορά συνέβη μας είπε, ΄όταν τον επισκεφτήκαμε στο νοσοκομείο εγώ , ο Παύλος και ο Τζίμης. φεύγοντας με φώναξε ιδιαιτέρως και μου είπε αν μπορώ εγώ με τον Παύλο να πηγαίναμε στο μαγαζί μέχρι να αναρρώσει ( τον Τζίμη δεν τον ήθελε γιατί ήταν οξύθυμος και φοβόταν για χειρότερα) για μία εβδομάδα πηγαίναμε, μέχρι που ήρθε ο Ηλίας. Το μαγαζί το βρήκε να δουλεύει όπως πριν. Του είπε το προσωπικό, γκαρσόν, μπάρμαν και d.j. κ.λ.π. 20 άτομα ότι ο Σπύρος είναι άψογος στα καθήκοντά του υπεύθυνου σε όλους τους τομείς.
Ο Ηλίας με ευχαρίστησε και μας έδωσε ένα αρκετά μεγάλο ποσό για εκείνη την εποχή για να βγάλουμε την υπόλοιπη θητεία μας πέρα όπως μας είπε. Μου πρότεινε όταν απολυθώ να με έχει υπεύθυνα και δεξί του χέρι, σε αυτό το νούμερο ένα club της Αθήνας.
Φυσικά μέχρι να απολυθούμε σχεδόν κάθε βράδυ στο club που παρέλασαν τότε από εκεί όλοι οι πρωταθλητές της σωματικής αγωγής όλων των αθλημάτων(είχε και ωραιότατα κοριτσάκια και φυσικά τα ποτά από τον Ηλία και μετέπειτα αδελφικό μου φίλο μέχρι και σήμερα, όλα κερασμένα λόγο πρώτα του ότι είμασταν στρατιώτες και μετά από σεβασμό και θαυμασμό στους πρωταθλητές.
Γιατί ο Ηλίας είχε και αθλητικό πνεύμα και οικονομικά υπερευκατάστατος αφού η disco ήταν κάθε μέρα γεμάτη μέχρι τα σκαλοπάτια της εισόδου). Φυσικά τα μπράντεφερ επί μονίμου βάσεως. Κάποια φορά μετά από πολύ καιρό μου ζήτησε να ξαναβάλουμε. Δεν πρόβαλα αντίσταση και άφησα να με πάρει, όχι άνετα αλλά με δυσκολία για να φαίνεται ότι έκανα υπερπροσπάθεια να κρατηθώ. Έτσι έμεινε ικανοποιημένος λέγοντας πάντα ότι είμαστε ισοπαλία, αλλά απολυόμενος εγώ μετά το στρατό είχα σχεδόν μόνιμη δουλειά σαν αφεντικό(υπεύθυνος σε όλους τους τομείς) και με απολαβές την ημέρα όσα θα έπαιρνα στην οικοδομή για πέντε ημέρες.
Όταν ήρθε κάποτε ένα θηρίο και έβαλε με τον Ηλία μπράντεφερ και τον κέρδισε, με αρκετή αντίσταση από την πλευρά του Ηλία, μου λέει τότε: βάλε εσύ με αυτόν γιατί ο τύπος είχε έρθει με συνοδεία και ο Ηλίας το είδε σαν προσβολή να φύγει έτσι με τον αέρα του νικητή. Μετά από εμένα δεν τον είχε κερδίσει ποτέ κανείς, άρα ήξερε τις δυνατότητές μου και επειδή με έβλεπε σαν φίλο και αδελφό και όχι σαν υπάλληλο ή αντίπαλο πλέον, με παρότρυνε και με ενθάρρυνε ότι εσύ τον έχεις για πλάκα και βγήκε αληθινός.
Έτσι αποκαταστάθηκε η φήμη μας.
Σαν υπεύθυνος είχα την ελευθέρα βούληση να κερνάω εκεί που πρέπει και όταν πρέπει. Φυσικά όλοι οι πατριώτες είχαν ελεύθερη πρόσβαση μόνο που ανέφεραν το όνομά μου στην είσοδο του club που ήταν πάντα ελεγχόμενη(όπως και μετά ελευθέρας είχαν και στα γυμναστήριά μου). Αν βρεθεί ένας να πει το αντίθετο και επώνυμα εδώ μέσα έστω και γραπτώς, τότε μην πιστεύετε τίποτα από όσα σας λέω!…
Μετά τον στρατό και για 2 ολόκληρα χρόνια, γυμναστική, δουλειά με πολύ άγχος και υπευθυνότητα, να κρατάω ισορροπίες από όλες τις παραξενιές της νύχτας και τις νοοτροπίες των θαμώνων, αφού δεν έπιναν πρωτεΐνες αλλά οινόπνευμα. Να μπαίνουν αρνάκια που βέλαζαν και να βγαίνουν με ουρλιαχτά λύκων (γι’ αυτό λένε ότι η μέθη δεν προκαλεί ελαττώματα αλλά αποκαλύπτει χαρακτήρες) . επειδή εγώ ήμουν διαυγέστατος, γιατί η εκτόνωσή μου ήταν στην γυμναστική και αυτών το βράδυ στα ποτά, είχα πλήρη έλεγχο της κατάστασης γιατί ενέπνεα σεβασμό και πάνω από όλα λόγο σωματικής διάπλασης και φόβο που φυλούσε τα έρημα, που λέμε και στο χωριό , αφού εκεί πλέον έγινε στέκι όλων των πρωταθλητών των δυναμικών αθλημάτων. Έτσι ποτέ δεν άνοιξε μύτη που λέμε.
Πήρα και τον αδελφό μου τον Κώστα εκεί και αρχίζαμε να μαζεύουμε χρήματα. Μέσα σε 2 χρόνια αγοράσαμε, όχι όργανα γυμναστικής, αλλά τόνους σίδερα και κυλοδοκούς. Τα μεταφέραμε στην Ηλιούπολη, τέρμα πάνω στον Υμηττό που είχε κλείσει ένα συνεργείο – σιδηρουργείο, λόγω συνταξιοδότησης του ιδιοκτήτη με τα απαραίτητα εργαλεία. Ο ιδιοκτήτης μας το παραχώρησε με την προϋπόθεση να του πληρώσουμε το ρεύμα για όσο καιρό χρησιμοποιούσαμε το χώρο και ότι θέλουμε στον ίδιο, αφού το εργαστήριο ΄ήταν δικό του, ιδιόκτητος χώρος.( Ας αναπαυτεί η ψυχή του κ. Παντελή).
Βλέποντας την θέλησή μας, την εργατικότητα και πάνω από όλα σαν μάστορας σιδηρουργός, θαύμασε την τέχνη και την εφαρμογή που είχα φροντίσει να μάθω πριν στις οικοδομές ( αν και το επάγγελμά μου ήταν ηλεκτρολόγος – μηχανολόγος) που τα εκατό τεμάχια των 6 μέτρων το καθένα και βάρος 20 κιλών μεταμορφωνόταν σε λειτουργικότατο, καλαίσθητο και ακριβείας μηχάνημα γυμναστικής για κάθε σημείο του σώματος, που το έφτιαχνα με τέτοιο μεράκι και υπομονή ( γιατί δεν υπήρχαν μέτρα ή πατέντα για να έχω οδηγό, απλά από φωτογραφίες ξένων περιοδικών και ράβε ξήλωνε τα έφτιαξα τέλεια σε λειτουργικότητα και τα θαυμάζουν ακόμη και σήμερα που υπάρχουν στο ιστορικό πλέον και μουσειακό γυμναστήριο στην οδό Τροίας 28 στην Κυψέλη) που όταν τέλειωνα το κάθε όργανο φανταζόμουν π.χ. ότι τα πόδια μου θα γίνουν σαν Κρητικές παντελόνες φουσκωτά, όπως και έγιναν μετά.
Έτσι ο κος Παντελής όχι δεν μας πήρε στο τέλος χρήματα για ενοίκιο , αλλά σχεδόν κάθε μεσημέρι μας έφερνε με την γυναίκα του την κα Τούλα από φαγητά μέχρι και επιδόρπια, για να κάνουμε όπως έλεγε και ένα διάλειμμα, γιατί μας είχε απορροφήσει τόσο πολύ η δημιουργικότητα, που με το ένα χέρι τρώγαμε και με το άλλο δουλεύαμε.
Το κοντινότερο μπακάλικο που είχε από εκεί που είμασταν στο βουνό ήταν στα δύο χιλιόμετρα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα λόγια του κυρ Παντελή : Κουράγιο Σπύρο μου και όλη αυτή η κούραση όταν τελειώσετε θα ξεχαστεί, έχω δουλέψει πολύ και εγώ στη ζωή μου, έτσι δεν είναι Τούλα ; έλεγε μπροστά στη γυναίκα του όταν μας έβλεπε σχεδόν εξαντλημένους και άυπνους. Μας έδινε θάρρος να μην βιαζόμαστε , το εργαστήριο είναι δικό μας, δεν φεύγει από εδώ, καθίστε όσο θέλετε….
Όπως και δεν θα ξεχάσω και την ατάκα τότε του Σπυράκου ( που έχω από τότε βοηθό μου μέχρι σήμερα στο γυμναστήριο ) παίρνανε μαζί με τον αδερφό μου τον Κώστα το όργανο και το τοποθετούσαν στην άκρη του εργαστηρίου σαν έκθεση , να το βλέπουμε από μακριά και να το θαυμάζουμε, κλείνοντας το ένα μάτι από την υπερπροσπάθεια να πει : Γρήγορα , έλα παραδόθηκε και αυτό πάμε στο επόμενο.
Έτσι χαρά, εργασία, δημιουργία και πάνω από όλα σωματική κούραση μέχρι εξαντλήσεως, γιατί ψυχικά αποθέματα υπήρχαν τεράστια.
Ωράριο; 10 βράδυ μέχρι 3 τα ξημερώματα εγώ και ο αδερφός μου ντυμένοι στην πένα που λέμε, στην Πλατεία Αμερικής στην ντίσκο, 4 περίπου στου Φιλοπάππου
( νοικιάσαμε τότε το διπλανό υπόγειο διαμέρισμα , με δύο υπνοδωμάτια , που το ένα το κάναμε γυμναστήριο με τα παλιά όργανα, συν 200 κιλά και δύο μπάρες σιδερένιες με αλτήρες και πριν φύγουμε για την Ηλιούπολη με το μπόμπο μηχανάκι στις 10 το πρωί, κάναμε και μιάμιση περίπου ώρα γυμναστική να διατηρούμε το σώμα σε φόρμα και δωδεκάμισι περίπου το αργότερο στο εργαστήριο.
Εγώ και ο Κώστας δουλεύαμε οι δυο μας ( περιμέναμε το Σπυράκο που έφερνε τότε μαζί του ένα φίλο του που δουλεύανε στο ξενοδοχείο Αστέρα Βουλιαγμένης σαν υδραυλικοί , τον αγαπητό φίλο Δημήτρη Νικίδη που μέχρι και σήμερα διατηρούμε οικογενειακές σχέσεις).
Αυτοί ερχόντουσαν κατευθείαν από τη δουλειά μετά τις 3 το απόγευμα και φεύγαμε όλοι μαζί μετά τις 8 το βράδυ , για να προλάβουμε να πλυθούμε και να ντυθούμε για την νυχτερινή δουλειά εγώ και ο Κώστας.
Αυτό το εξοντωτικό πρόγραμμα κράτησε περίπου έξι μήνες , μέχρι να τα τελειώσουμε όλα και να ενοικιάσουμε ένα υπόγειο χώρο 100 τ.μ. κοντά στου Φιλοπάππου όπου τα μεταφέραμε όλα εκεί και τα τοποθετήσαμε εκθεσιακά.
Ο πρώτος που τα είδε συναρμολογημένα και τοποθετημένα σαν να ήταν εκθεσιακός χώρος ήταν ο χρυσός Ολυμπιονίκης Στέλιος Μηγιάκης . Είχαν έρθει μαζί με τον παιδικό μου φίλο Πέτρο Κατσικαρέλη , που ο Πέτρος τα έβλεπε εν ώρα κατασκευής, αλλά δεν τα είχε δει βαμμένα και ταπετσαρισμένα. Εκτός από το θαυμασμό και την απορία , ο Στέλιος δεν πίστευε αυτό που έβλεπε μπροστά του λέγοντας μου ότι τέτοια όργανα δεν είχε ούτε και ο Εθνικός Σύλλογος που γυμναζόντουσαν τότε οι αρσιβαρίστες και οι παλαιστές και μου λέει δίνοντας την ευχή του ( γιατί ο Στέλιος είναι πολύ θρησκευόμενος) άντε και παγκόσμιος και η ευχή του έπιασε.
Βρισκόμαστε στα μέσα του 1983 , τα όργανα στην αποθήκη – έκθεση, περιμένοντας να βρω χώρο στην Κυψέλη και να μαζέψω χρήματα για να φτιάξω το χώρο του γυμναστηρίου που χρειάστηκα πάλι μετά άλλους 3 μήνες προσωπικής δουλειάς με τον ίδιο ρυθμό για να στηθεί όπως το βλέπετε σήμερα . Δεν μπήκε μέσα ούτε ένα συνεργείο, όλα μόνοι μας , μέχρι και στρώσιμο μοκέτας.
Το απίστευτο κι όμως αληθινό είναι ότι πριν βρω χώρο για το γυμναστήριο, έκανε τότε για δεύτερη συνεχή χρονιά στην Θεσσαλονίκη η εφημερίδα « Τα σπορ του Βορρά » με προτροπή του ραδιοφωνικού-τηλεοπτικού παρουσιαστή και παραγωγού της ΕΡΤ 3 Λευτέρη Κογκαλίδη, λάτρη του Β.Β. , το MISTER ΒΟΡΕΙΟΣ ΕΛΛΑΣ , στο πολυτελέστατο ξενοδοχείο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΠΑΛΛΑΣ με προσκάλεσαν σαν πρόεδρο κριτικής επιτροπής και GUESTSTAR της βραδιάς με ένα τέτοιο ποσό αμοιβής που θα έπρεπε για να το μαζέψω να δουλεύαμε μαζί με τον Κώστα άλλους 6μήνες.
Τα χρήματα τα άφησα στον αδερφικό φίλο και συναθλητή από την Θεσσαλονίκη , που βγήκε πρώτος στην υψηλή κατηγορία εκείνη την βραδιά και τρίτος στην γενική κατάταξη , Ηλία Παγιανίδη , να μου αγοράσει μοκέτα για 230 τ.μ. .( τόσο έφταναν τα χρήματα από ένα εργοστάσιο χοντρικής πώλησης) για το γυμναστήριο που δεν είχα ακόμα βρει το χώρο.
Μου είπε ο Ηλίας « αυτό δεν το έχω δει και ακούσει ποτέ μου στα χρονικά », του λέω πάρτα τώρα που είναι τα χρήματα μαζεμένα γιατί άμα αρχίσω προετοιμασία για κανένα Πανευρωπαικο Αγώνα δεν βλέπω να ανοίγω γυμναστήριο και θα μείνω μου φαίνεται μόνιμος στην νύχτα.
Τότε πήρα μεταγραφή από την problem της πλατείας Αμερικής στην Quinda της Φωκίωνος Νέγρη, που η απόσταση από το ένα club στο άλλο ήταν μία ευθεία 300 περίπου μέτρα και ενδιάμεσα το αστυνομικό τμήμα Κυψέλης.
Ο Μπάμπης, ο ιδιοκτήτης της Quinda ήταν κολλητός φίλος με τον Ηλία της Problem και αποφάσισαν μεταξύ τους για την απόσπασή μου από κοινού, λόγο του ότι η Quinda ήταν το πιό glamour στέκι των Αθηνών όλων των επωνύμων και ο Μπάμπης ήθελε υπεύθυνο με εμφάνιση και ευγένεια, που την εκτίμησε στο πρόσωπό μου, με δέλεαρ το διπλάσιο ποσό που έπαιρνα στον Ηλία.
Ο Ηλίας μου έδωσε την ευχή του και την συμβουλή του ότι εκεί, ξέχασε μπράντεφερ και στέκι πρωταθλητών. Θα μαζέψω χρήματα του είπα και θα ανοίξω γυμναστήριο και θα αποχωρήσω από την νύχτα, θα ασχοληθώ με τον πρωταθλητισμό και το γυμναστήριό μου που ήταν όνειρο ζωής για μένα.
Τον Δεκέμβριο του 1983 και συγκεκριμένα 12 του μηνός, στην γιορτή μου, έκανα τα εγκαίνια στην οδό Τροίας 28 που διατηρώ ακόμη και σήμερα, αφού αγόρασα μετά από πάρα πολλά χρόνια και το χώρο για να μείνει για πάντα όπως ήταν και είναι και τώρα, με τα ίδια χειροποίητα και ιστορικά όργανα.
Από εκεί παρέλασαν όλοι οι μεγάλοι μετέπειτα Έλληνες πρωταθλητές του Β.Β., παλαιστές, μποξέρ, αθλητές στίβου και όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος της showbiz.
Χρειάζομαι έναν τόμο για να σας πω όλους αυτούς που βλέπετε στην t.v., έναν ακόμη με φωτογραφίες και άλλον ένα, αυτά που είδαν τα μάτια μου και άκουσαν τα αυτιά μου.
Τέτοιο ενεργειακό πεδίο, σε έναν υπόγειο χώρο 220 τ.μ. που είναι όσο τα αποδυτήρια των σύγχρονων σήμερα γυμναστηρίων.
Δεν νομίζω να υπάρχει μέχρι σήμερα χώρος, μετά από τόσα χρόνια , λειτουργίας ανελλιπώς από 10π.μ.-10μ.μ.
Από αυτόν τον μικρό υπόγειο χώρο, εκτοξεύτηκα στα πέρατα του κόσμου μετά σαν αθλητής και έβγαλα την ζωή πέρα αξιοπρεπώς, παρόλα όσα ακούγονταν κατά καιρούς για μένα από κακόβουλους, φαρμακόγλωσσους, ζηλόφθονους, κακεντρεχείς και φαντασιόπληκτους, για προστασίες και ένα σωρό άλλες αρετές της παρανομίας, που ουδεμία σχέση είχα και έχω με την νύχτα πέρα από αυτά που σας εξομολογήθηκα και αποκάλυψα για πρώτη φορά δημόσια στη ζωή μου, αφού ΄καθαρός ουρανός, αστραπές δεν φοβάται΄ και ο χρόνος φανερώνει τους πάντες και τα πάντα, γι’ αυτό ποτέ δεν έδινα σημασία στα κουτσομπολιά και στους φαντασμένους τόσα χρόνια αφού ουδέποτε έχω πατήσει την πόρτα δικαστηρίου ή αστυνομικού τμήματος, εκτός από το 7ο Κυψέλης μόνο για αλλαγή ταυτότητας λόγω Ευρωπαϊκής ένωσης και το γνήσιο της υπογραφής μου και μόνο μία φορά για διευκρίνηση ενός γεγονότος.
Θα σας αναφέρω και ένα αστείο για μένα περιστατικό που ειπώθηκε από μητέρα φίλου μου ευκατάστατου που συνέβη στην Αμφιλοχία πριν από μερικά χρόνια.
Καθόμουν και απολάμβανα ολομόναχος το καφεδάκι μου στην καφετέρια του Πριόβολου , περνούσε αυτός και με χαιρέτησε με την μητέρα του από απέναντι, η μητέρα του μόνο με λοξοκοίταξε, μάλλον από απαξίωση και είπε στον γιο της που ήλθε μετά και μου το είπε με έκπληξη!
Ξέρεις τι είπε η μάνα μου που σε είδε σε αυτή την άνετη και ανέμελη στάση που ήσουν και σε βλέπαμε από μακριά;
Ντρέπομαι αλλά θα στο πω, γιατί ξέρω πως δεν τα παίρνεις στα σοβαρά.΄΄κοίτα το κοπρόσκυλο πως κάθεται !…΄΄ του είπα: φαντάσου τι έχει ακούσει η γυναικούλα για μένα και του είπα για την κρίση που βγάζουμε όλοι μας και ας μην έχουμε ιδίαν γνώση για τον καθένα, απλά μορφοποιούμε και υιοθετούμε γνώμες άλλων. Ότι και να πεις στην μάνα σου, δεν αλλάζει γνώμη, παρόλο που με γνώρισε όταν είχε πεθάνει ο πατέρας σου και άλλαξε για λίγο, πάνω στον πόνο έφτασε για λίγο στην συμπόνοια και την κατανόηση, αλλά μετά φαίνεται την κυρίευσε ο φόβος της μοναξιάς και ξέσπασε πάνω μου, γιατί καθρεφτίστηκε η μοναξιά της στην δική μου μοναχικότητα και όπως είπαμε έχει μεγάλη διαφορά. Γιατί η μοναχικότητα κρύβει ανεμελιά και ξεγνοιασιά , είναι πέρα από σκέψεις, ανύπαρκτα προβλήματα και φόβους, είναι στο εδώ και τώρα και απολαμβάνει την στιγμή.
Πάντως η δική μου η μαμά, δεν ήξερε και ποτέ της δεν έμαθε μπάνιο και τι θα πει η λέξη καλοκαιρινές διακοπές μέχρι τα 55 χρόνια της, όπως και ο πατέρας μου (που ήξερε η δικιά του που δεν χρειάστηκε να εργαστεί γιατί ήταν αρκετά πλούσιοι τότε, αλλά ο καιρός έχει γυρίσματα και μάλιστα άσχημα), γιατί μετά τους απάλλαξα από τον αγροτικό μόχθο και όχι μόνο αλλά και από τις υποχρεώσεις απέναντι στα αδέλφια μου.
Από την στιγμή που τελείωναν το δημοτικό τα έπαιρνα εγώ μαζί μου στην Αθήνα, πρώτα τον Κώστα και μετά το 1984 τον Παναγιώτη, αφού είχαμε ανοίξει πλέον τρία γυμναστήρια και μπορούσαμε να ζούμε όλοι με άνεση και αξιοπρεπώς σαν οικογένεια.
Τα αδέλφια μου ποτέ δεν τα είδα σαν αδέλφια, αλλά σαν παιδιά μου και είμαι υπερήφανος που μπόρεσαν και δεν μπήκαν στο τρυπάκι του ανταγωνισμού και της σύγκρισης, αλλά ακολούθησαν τον αθλητισμό μέχρι εκεί που τους το επέτρεπε η φύση τους και οι δυνατότητές τους. Τώρα ζουν με τις οικογένειές τους αξιοπρεπώς, με τις δικές τους δυνατότητες που απέκτησαν μέσα από τον αθλητισμό και την αθλητική παιδεία.
Γιατί τα παιδιά παραδειγματίζονται από αυτά που βλέπουν και όχι από αυτά που ακούνε και τους λέμε.
Δεν πρέπει να βγάζουμε αυθαίρετα συμπεράσματα για κανέναν βλέποντας μόνο το παρών και παραβλέποντας το παρελθόν του καθενός. Γι αυτό μεγάλη μπουκιά να τρως, μεγάλη λέξη να μην ξεστομίζεις βλέποντας μόνο την απόλαυση των μόχθων μετά από τόσα χρόνια κόπων και στερήσεων και σου φαίνετε για κοπροσκύλιασμα. Γιατί όντως υπάρχουν κοπρόσκυλα και μάλιστα πολλά, αλλά ξέρουν να κρύβονται καλά πίσω από μαλαγανιές και φτηνές δικαιολογίες, μέσα σε φανταστικές ιστορίες και θεωρίες που εντυπωσιάζουν το νου του αφελή, που ενώ βλέπουν ότι η πράξη άλλα δείχνει αλλά αυτός άλλα πιστεύει, όχι αυτό που βλέπει αλλά αυτό που του χαϊδεύουν τα αυτιά. Γι αυτό λένε: από αυτά που βλέπεις, να πιστεύεις τα μισά και από αυτά που ακούς τίποτα.
Όλοι αυτοί που έχω αναφέρει είναι όλοι εν ζωή και διατηρώ σχέσεις φιλίας και κουμπαριάς μέχρι και τώρα,
που κοντεύω την συνταξιοδότηση και με αναφέρουν όλοι σαν παράδειγμα ήθους και αξιοπρέπειας με αυτά που ακούν και βλέπουν στις δραματικές και σοκαρίστηκες ειδήσεις της t.v. και του τύπου.(που για μένα όλα αυτά είναι αναμενόμενα, λόγω ημερομηνίας λήξης, απλά δεν ξέρω τον τόπο και το χρόνο που θα συμβεί το μοιραίο.)
Επίσης πριν αρκετά χρόνια και ενώ παραθέριζα στην Αμφιλοχία καλοκαίρι ,κάνοντας μπάνιο στην πλαζ, με πλησιάζει ένας ηλικιωμένος κύριος και μου λέει: εσύ δεν είσαι ο Σπύρος ο Μπουρνάζος που έχεις το γυμναστήριο στην οδό Τροίας; Ναι του απαντώ και μου συστήθηκε, λέγομαι Παππάς και είμαι από τα Σαρδίνινα συνταξιούχος και χρόνια διοικητής ασφαλείας στο 7ο αστυνομικό τμήμα Κυψέλης στην Θύρας. Μου είπε, επειδή ακουγόντουσαν πολλά για σένα τότε, είχα στείλει στο γυμναστήριό σου και γράφτηκαν δικοί μου άνθρωποι και παρακολουθούσαν τα πάντα και τους πάντες. Είσαι πολύ καλό παιδί και όλοι μου είχαν πει τα καλύτερα για σένα. Τον ευχαρίστησα για τα καλά του λόγια και πάνω απ΄όλα που είχα και προστασία εν άγνοιά μου και αυτόπτες μάρτυρες. Επίσης του είπα, είχα ακούσει το όνομά σας γιατί το αναφέρανε όλοι στην νύχτα και ήσασταν ο φόβος και ο τρόμος για τους παράνομους και ειδικά για τις λέσχες. Πέραν χρηματισμού ή γνωριμιών, ακόμη και πατριωτών, όπως μου είχε πει κάποτε ο Κώστας Σιαφάκας ότι στο 7ο είναι ένας πατριώτης διοικητής ασφαλείας, πως και δεν σε φώναξε και του είπα τι να με κάνει αφού δεν έχω λέσχες ούτε μαγαζιά στην νύχτα, ούτε που τον ξέρω τον άνθρωπο, δεν τον έχω δει ποτέ μου ούτε και τον διοικητή τμήματος. Εύχομαι να είναι καλά ο κος Παππάς, έχω να τον δω από τότε.
Όσο για την νύχτα της παρανομίας και για αυτούς που βγάζαν το (μεροκάματο) του φόβου και του τρόμου, έτσι το έχω ονομάσει με αυτά που έβλεπα, ο μέσος όρος ζωής τους, όπως υπολόγισα, ήταν περίπου για όλους τα 35 νεανικά τους χρόνια.
Πάντα τους συμβούλευα όλους μηδενός εξαιρουμένου από τους εκλιπόντες, ότι σε αυτόν τον κλάδο υπάρχει ημερομηνία λήξεως και ότι ΄΄αυτή η στάνη, αυτό το τυρί βγάζει΄΄η απόφαση και η ελευθέρα βούληση δική σας, όπως και η ζωή σας.
Η μόνη λέξη που μπορώ να εκφράσω, είναι απλά κρίμα, γιατί όλοι αυτοί ξεκίνησαν με άλλα όνειρα και στόχους(γιατί δεν ήταν γεννημένοι που λέμε κακοποιοί) , τους ήξερα όλους από τα πρώτα βήματά τους, με σεβόντουσαν και με άκουγαν αλλά η συνήθεια , το εύκολο χρήμα και η κολακεία από τους ραδιούργους και πονηρούς που τους φούσκωναν τα μυαλά, ήταν πιο δυνατή γιατί φουσκώνει το εγώ και χάνεται η διαύγεια της λογικής και της συνείδησης.
Συνεχίζεται…..
*Το 8ο μέρος θα δημοσιευτεί το Σάββατο 26 Αυγούστου
ΕΔΩ μπορείτε να διαβάσετε το 1ο μέρος της συνέντευξης, ΕΔΩ το 2ο, ΕΔΩ το 3ο, ΕΔΩ το 4ο, ΕΔΩ το 5o , ΕΔΩ το 6ο , ΕΔΩ το 7ο , ΕΔΩ το 8ο, ΕΔΩ το 9ο.
*Ο Σπύρος Μπουρνάζος και το AmfLife.Gr, είναι οι νόμιμοι κάτοχοι των πνευματικών δικαιωμάτων της συνέντευξης αυτής, όπως και των φωτογραφιών.
Add Comment