Ίδρυση του Ελληνικού Κράτους
Ο μήνας Φεβρουάριος (με το νέο ημερολόγιο) είναι ο γενέθλιος μήνας του Ελληνικού Κράτους, καθώς τον συγκεκριμένο μήνα – και για την ακρίβεια στις 3 του μηνός – το 1830 αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία του. Η συνθήκη με την οποία συνέβη αυτό είναι το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Πρόκειται για ένα ιστορικό κείμενο, που υπογράφηκε από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής εκείνης (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) και με τα 11 άρθρα του διευθετούσε το «ελληνικό ζήτημα». Το εν λόγω πρωτόκολλο, που επιδόθηκε στις ελληνικές και τις οθωμανικές αρχές τον Μάρτιο του ίδιου έτους, διακήρυξε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας, πράξη η οποία συνιστούσε διεθνή αναγνώριση του Ελληνικού Κράτους και κατά συνέπεια έθετε ως δεδομένη την ίδρυση και την έναρξη της ύπαρξής του.
Από το 1828 ακόμη, είχαν προηγηθεί άλλα τρία πρωτόκολλα στο πλαίσιο της διαρκούς Διάσκεψης του Λονδίνου για το ανατολικό ζήτημα, πριν καταλήξουν οι Μεγάλες Δυνάμεις σε έναν συμβιβασμό στις επιδιώξεις τους. Με το πρωτόκολλο του 1830 αποφασίστηκε η ίδρυση ενός ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους και όχι αυτόνομου υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, όπως συνέβαινε στα πρωτόκολλα που είχαν προηγηθεί.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου, «η ελληνική Κυβέρνησις θέλει είναιμοναρχική και κληρονομική κατά τάξιν πρωτοτοκίας». Το ίδιο άρθρο παρείχε στις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις το δικαίωμα της εκλογής του προσώπου του βασιλέα της Ελλάδας, χωρίς καθόλου να έχει ερωτηθεί ο ελληνικός λαός. Έτσι για τη θέση του μονάρχη οι συμβαλλόμενες χώρες επέλεξαν τον πρίγκιπα Λεοπόλδο του Σάξ-Κόμπουργκ (γιο του δούκα του Σάξ-Κόμπουργκ Φραγκίσκου, μετέπειτα πρώτου βασιλιά του Βελγίου και ιδρυτή της δυναστείας Σάξεν-Κόμπουργκ και Γκότα της χώρας αυτής).
Τα σύνορα του νέου κράτους προς βορρά ορίστηκαν στη γραμμή Αχελώου-Σπερχειού, αφήνοντας εκτός ελληνικής επικράτειας σημαντικό μέρος της Στερεάς Ελλάδας. Η συρρικνωμένη αυτή εδαφική διαμόρφωση υπήρξε αποτέλεσμα βρετανικής απαίτησης. Το Λονδίνο, που έτσι κι αλλιώς δεν επιθυμούσε αυτόνομο κράτος φοβούμενο ότι αυτό θα γινόταν «ρωσικό όργανο», δεν ήθελε ελληνικό έδαφος απέναντι από τα βρετανοκρατούμενα Ιόνια Νησιά. Άλλωστε η αρχική επιδίωξη της Βρετανίας ήταν το νέο κράτος να περιοριστεί στην Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες.
Οι οθωμανικές αρχές, λίγες ημέρες μετά την κοινοποίηση του Πρωτοκόλλου στον Σουλτάνο, το αποδέχτηκαν και αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας, κάτω και από το βάρος της πρόσφατης ήττας της οθωμανικής αυτοκρατορίας στον πόλεμο του 1828-1829 με τη Ρωσία. Στον τότε Έλληνα πρωθυπουργό Ιωάννη Καποδίστρια, το Πρωτόκολλο επιδόθηκε μαζί με διακοίνωση τα ελληνικά στρατεύματα που βρίσκονταν εκτός των νέων συνόρων να αποχωρήσουν. Ο Καποδίστριας παρότι αποδέχτηκε το Πρωτόκολλο, άρχισε έναν συστηματικό και ανένδοτο αγώνα για τη διεύρυνση των συνόρων, εργαζόμενος προς αυτή την κατεύθυνση με άκρα επιμέλεια, έμπνευση και αποτελεσματικότητα, αποκαλύπτοντας όλη τη διπλωματική του ευστροφία.
Η εδαφική συρρίκνωση προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στη δυτική, ενώ στους δρόμους και τα καφενεία η ελληνική αθυροστομία εξαντλούνταν κατά της Βρετανίας και της Γαλλίας. Αποδέκτης της ογκούμενης διαμαρτυρίας ήταν και ο Κυβερνήτης, στον οποίο χρεώθηκαν από πολλούς οι δυσάρεστες εξελίξεις. Αλλά και ίδιος ο Καποδίστριας, πραγματικά αγανάκτησε από την τροπή των γεγονότων. Ήταν πεπεισμένος ότι η «επιμονή των δυτικών δυνάμεων να περιορίσουν την εδαφική έκταση της Ελλάδας είναι ενδεικτική των επιδιώξεών τους να υποβιβάσουν τη χώρα σε αποικία τους».
Ο Καποδίστριας προσπάθησε να ηρεμήσει τα πνεύματα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Αποδεχόμενος το Πρωτόκολλο δήλωσε διπλωματικά ότι μόνο η Εθνοσυνέλευση ήταν σε θέση να επικυρώσει οριστικές αποφάσεις. Έτσι άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο για βελτιώσεις στη συνοριακή γραμμή. Ούτε δέχτηκε να αποσύρει αμέσως τον Ελληνικό Στρατό από τις περιοχές που δεν συμπεριλαμβάνονταν στα νέα σύνορα, όπως αξίωνε η Βρετανία. Αυτό θα γινόταν, δήλωνε, αν αποχωρούσαν και οι Οθωμανοί από την Αττική και την Εύβοια. Παράλληλα πρόβαλλε το σοβαρό πρόβλημα που θα προκαλούσε η συρροή προσφύγων από τα εκτός συνόρων εδάφη, ενώ δεν παρέλειπε να επικαλείται ότι η απόσυρση των στρατιωτικών δυνάμεων θα ήταν δυνατή μόνο μετά την ολοκλήρωση της επιτροπής οροθετών. Επιχείρησε ακόμη να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του προς τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις με τη συνδρομή του ορισθέντος μονάρχη της Ελλάδας πρίγκιπα Λεοπόλδου, ο οποίος πράγματι κινήθηκε για τη βελτίωση των συνόρων. Ζήτησε μάλιστα από τους Βρετανούς να συμπεριλάβουν ακόμη και την Κρήτη στο νέο κράτος. Τελικά, ένας από τους λόγους της παραίτησής του από τον θρόνο (9/21 Mαΐου 1830) ήταν ο φόβος του να βασιλεύσει σε μια φτωχή χώρα με τόσο μειωμένα σύνορα.
Το διάστημα που μεσολάβησε από την υπογραφή του Πρωτοκόλλου έως την παραίτηση του Λεοπόλδου, αλλά και το επόμενο, μέχρι να βρεθεί άλλος υποψήφιος μονάρχης, το ευρωπαϊκό σκηνικό μεταβλήθηκε. Η σύνθεση των εκπροσώπων των τριών Μεγάλων Δυνάμεων στη Διάσκεψη του Λονδίνου άλλαξε και ήταν λιγότερο άκαμπτη. Έτσι, έγινε δυνατή η διεύρυνση, τελικά, των ελληνικών συνόρων και επιλέχτηκε ο ανήλικος Όθων, δευτερότοκος γιος του Λουδοβίκου A’ της Βαυαρίας, για να βασιλεύσει. Αν και η χώρα ασφυκτιούσε μέσα σε στενά σύνορα, καθώς περιοχές με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς (Θεσσαλία, Μακεδονία, Ήπειρος, Θράκη, Μικρά Ασία, Κρήτη, περισσότερα νησιά του Αιγαίου) βρίσκονταν εκτός των ορίων του πρώτου Ελληνικού Κράτους και παρά το ότι επιβλήθηκε ξενόφερτη κληρονομική μοναρχία, η γέννηση του πρώτου ελεύθερου κράτους στη Βαλκανική ήταν πια γεγονός.
Σκέψεις
Το θέμα της αναγνώρισης της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Κράτους αποτελεί συχνά πεδίο συζητήσεων και διαφωνιών: υπήρξε «δώρο» ή «κατάκτηση»; Μάλλον θα συνεχίσει να είναι θέμα αντιπαραθέσεων, ανάλογα με την οπτική που ο καθένας προσεγγίζει το ζήτημα. Οπωσδήποτε η συμβολή των Μεγάλων Δυνάμεων υπήρξε δεδομένη και αποφασιστική. Αυτό ωστόσο δεν συνέβη παρά διότι το «ελληνικό ζήτημα» είχε πλέον μετατραπεί σε μεγάλο ευρωπαϊκό πρόβλημα και ως εκ τούτου δεν «δωρίστηκε» ως λύση του η ελευθερία στους επαναστατημένους Έλληνες. Από την άλλη, η Ελλάδα δεν είχε τα μέσα ή τη δυνατότητα να επιβάλλει από μόνη της μία παρόμοια λύση διεθνώς.
Σε κάθε περίπτωση όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, τόσο το Πρωτόκολλο του Λονδίνου όσο και αυτά που προηγήθηκαν αλλά και αυτά που ακολούθησαν (από το 1827 έως το 1832), είναι μονομερείς αποφάσεις, που έλαβαν οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής εκείνης, χωρίς τη συμμετοχή των Ελλήνων ή των Τούρκων. Αντανακλούν πολύ περισσότερο τους ανταγωνισμούς μεταξύ τους και την προσπάθεια να βρεθεί κάποιος συμβιβαστικός δρόμος ανάμεσα στα αντιμαχόμενα συμφέροντά τους, παρά ένα πνεύμα δικαιοσύνης ή, τουλάχιστον, φροντίδα για μια βιώσιμη λύση της ελληνοτουρκικής διαφοράς, που θα λάβαινε υπόψη της θεμελιώδη συμφέροντα των δύο λαών.
Το νέο κράτος υπήρξε προϊόν της διεθνούς διπλωματίας και είχε τα χαρακτηριστικά που επέβαλε το διεθνές σύστημα ασφαλείας, όπως όριζαν και αξιολογούσαν το σύστημα αυτό οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής εκείνης. Με άλλα λόγια επιτράπηκε στην Ελλάδα να είναι όσο ανεξάρτητη της επέτρεπε να είναι η περιορισμένη ισχύς της, σε σχέση με τον πρώην κυρίαρχο των εδαφών της, ενώ ταυτόχρονα οι διμερείς σχέσεις ρυθμίζονταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις, μάλλον συμφεροντολογικά.
Διεύρυνση κράτους – Διαμόρφωση συνόρων | |
Δεύτερο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Νοέμβριος 1828) | Η Ελλάδα εκτείνεται μέχρι τον Ισθμό. Περιλαμβάνονται στα σύνορά της «η Πελοπόννησος, αι παρακείμεναι νήσοι και αι κοινώς καλούμεναι Κυκλάδες». Το νέο κράτος προορίζεται να είναι αυτόνομο υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου |
Τρίτο Πρωτόκολλο του Λονδίνου(Μάρτιος 1829) | Προβλέπει τα ελληνο-οθωμανικά σύνορα στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού, περιλαμβάνοντας τη Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια και τις Κυκλάδες. Το νέο κράτος προβλέπεται να βρίσκεται υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου. |
Τέταρτο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Φεβρουάριος 1830) | Τα σύνορα ορίζονται από τη γραμμή των ποταμών Αχελώου (Ασπροπόταμου) και Σπερχειού. Περιλαμβάνεται η «Νήσος Εύβοια ολόκληρος, αι Δαιμονόνησοι (Σποράδες), η νήσος Σκύρος και αι νήσοι αι εγνωσμέναι το αρχαίον υπό το όνομα Κυκλάδες, συμπεριλαμβανομένης και της νήσου Αμοργού». |
Πέμπτο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Σεπτέμβριος 1831) | Αίρονται οι εδαφικοί περιορισμοί του προηγούμενου Πρωτοκόλλου. Αποφασίζεται η «βελτίωση των ορίων της Ελλάδας διά διαπραγματεύσεων με την Οθωμανικήν Πύλην». |
Διακανονισμός της Κωνσταντινουπόλεως (Ιούλιος 1832) | Η οθωμανική αυτοκρατορία υπογράφει μαζί με τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις, αποδεχόμενη τα ελληνο-οθωμανικά σύνορα στη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού. Την ακριβή χάραξη ανέλαβε η επιτροπή οροθετών. |
Έκτο Πρωτόκολλο του Λονδίνου(Αύγουστος 1832) | Η αμφισβητούμενη μέχρι τότε από την Πύλη περιοχή της Λαμίας (Ζητούνι) επιδικάζεται στην Ελλάδα, αλλά δεν γίνεται δεκτή η ένωση με την Κρήτη και τη Σάμο. Διακήρυξη των αντιπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων για την «αποπεράτωση» του ελληνικού ζητήματος. |
Επιτροπή οροθετών από εκπροσώπους των τριών Δυνάμεων, της Ελλάδας και της οθωμανικής αυτοκρατορίας (Σεπτέμβριος – Νοέμβριος 1832) χαράσσει τα τελικά σύνορα. Η συνοριακή γραμμή αναγνωρίζεται από Οθωμανούς (Δεκέμβριος 1832) και Έλληνες (Φεβρουάριος 1833). Το τελευταίο γίνεται αμέσως μετά την έλευση του Όθωνα και την ανακοίνωση για την κατάληψη Αττικής, Φθιώτιδας και Εύβοιας. Η ανεξάρτητη Ελλάδα έχει έκταση 47.516 τετραγωνικά χιλιόμετρα και 750.000 κατοίκους. |
ΠΗΓΕΣ
ΕΘΝΟΣ.gr/ΤΑΚΗΣ ΚΑΤΣΙΜΑΡΔΟΣ: Τα πρώτα σύνορα του Ελληνικού Κράτους
BHMA.gr/ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ: Οι μεγάλες συνθήκες
Add Comment