Στον Αμβρακικό κόλπο ζουν και αναπαράγονται τουλάχιστον 33 είδη ψαριών, ενώ περίπου 15 ακόμα είδη αλιεύονται εκεί. Στις λιμνοθάλασσες τρέφονται και μεγαλώνουν πολλά νεαρά ψάρια που στα εύτροφα νερά τους βρίσκουν κατάλληλες για την ανάπτυξή τους συνθήκες. Η παραγωγικότητα του κόλπου είναι πολύ μεγάλη και ένα μεγάλο ποσοστό του ντόπιου πληθυσμού απασχολείται στο ψάρεμα. Στον Αμβρακικό ψαρεύονται χέλια, λαβράκια, κέφαλοι, τσιπούρες, γλώσσες κ.ά. Εκτός από την ξακουστή σαρδέλα, ο Αμβρακικός είναι γνωστός και για τις γαρίδες του, ειδικά για την εντυπωσιακή γάμπαρη.
Οι παραδοσιακές τεχνικές αλιείας, διαφορετικές για το κάθε είδος ψαριού, είναι μοναδικές σε θέαμα και δεξιοτεχνία.
Άλλη μια ιχθυολογική ιδιαιτερότητα του Αμβρακικού είναι τα ψάρια που απαντούν στα γλυκά νερά, ορισμένα από τα οποία είναι ενδημικά της Ελλάδας, δηλαδή ζουν αποκλειστικά στη χώρα μας. ορισμένα ενδημικά είδη ονομάζονται επίσημα με το πρόθεμα του ποταμού Λούρου, διότι ο ποταμός έχει μεγάλη αξία γι’αυτά τα είδη. Δύο μικρά ψάρια, ο λουρογοβιός και η λουροβελονίτσα απαντούν και στα δύο κύρια ποτάμια του Αμβρακικόυ ενώ στο Λόυρο υπάρχει ένα από τα σπανιότερα ψάρια των γλυκών νερών της Ελλάδας, το γκαβόχελο.
Τα πιο χαρακτηριστικά θαλάσσια θηλαστικά του κόλπου είναι τα ρινοδέλφινα, που στον Αμβρακικό, μπορεί κανείς να τα παρατηρήσει και από την ακτή! O πληθυσμός ρινοδέλφινων του Αμβρακικού είναι μάλλον μοναδικός, μιας και φαίνεται να ζει μόνιμα μέσα στα όρια του Κόλπου.
Στα ποτάμια και στα κανάλια του Αμβρακικού εμφανίζεται η βίδρα, ζωηρή και αεικίνητη αλλά ακριβοθώρητη για τον άνθρωπο. Στις γύρω περιοχές παρατηρούνται σαρκοφάγα, όπως η αλεπού, ο ασβόις, το κουνάβι και η νυφίτσα που κυκλοφορούν κυρίως τη νύχτα. Τη νύχτα κυκλοφορούν επίσης τα περισσότερα τρωκτικά και οι νυχτερίδες.
Πολλοί θυμούνται ακόμα τους νεροβούβαλους, οι οποίοι ζούσαν στους βάλτους του Αμβρακικού μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Οι νεροβούβαλοι έκαναν ξανά την εμφάνισή τους στις αρχές του 20ού αιώνα, χάτη σε ένα πετυχημένο πιλοτικό πρόγραμμα επανένταξης, δίνοντας ιδιαίτερη αξία στον υγρότοπο.
Γλώσσα Solea vulgaris
Βιολογία: Χαρακτηριστικό της γλώσσας είναι το πλεπατυσμένο σώμα. Αν και γεννιέται με το σύνηθες αεροδυναμικό σχήμα των ψαριών, κολυμπάει πλαγιαστά, σέρνεται στο βυθό και χώνεται μέσα στην άμμο. Σταδιακά, το μάτι της αριστερής πλευράς μετατοπίζεται δίπλα στο δεξί μάτι και το νεαρό άτομο αποκτά το χαρακτηριστικό πεπλατυσμένο σώμα. Διαθέτει μήκος από 15 έως 50 cm. Παρουσιάζει χρωματικό μιμητισμό. Γεννάει το χειμώνα και τα αυγά της επιπλέουν, αποτελώντας μέρος του πλαγκτού.
Οικολογία: Ζει στα βαθιά νερά του Αμβρακικού και αρέσκεται σε αμμοϊλυώδη πυθμένα. Κυνηγάει σκουλήκια και μικρά καρκινοειδή, πάνω και μέσα στη λάσπη του πυθμένα.
Αλιευτικά πεδία: Ψαρεύεται στον Αμβρακικό κόλπο στα μεγαλύτερα βάθη του.
Παραδοσιακή αλιεία: ψαρεύεταο τη νύχτα με πυροφάνι και καμάκι, αλλά και με μανομένα δίχτυα.
Αλιευτική παραγωγή: Η παραγωγή της γλώσσας στον Αμβρακικό κόλπο έχει μειωθεί σημαντικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Ζαργάνα Belone belone
Βιολογία: μικρό ψάρι, του οποίοιυ το μήκος δεν ξεπερνά τα 80cm. Έχει χαρακτηριστικό βελονοειδές σώμα, με μακρύ στόμα που φτάνει μέχρι το μάτι και διχαλωτή ουρά. Η ραχοκοκαλιά της είναι γαλαζοπράσινη, λόγω μιας χρωστικής που ονομάζεται βιβιανίνη. Η κοιλιά της είναι γυαλιστερή σε ασημένια απόχρωση. Γεννά από το Μάρτιο μέχρι τον Απρίλιο και τα αυγά της κολλάνε επάνω στα επιμήκη νήματα των φυκιών.
Οικολογία: Αφρόψαρο, το οποίο ζει στην παράκτια ζώνη του Αμβρακικού κόλπου και το φθινόπωρο συναντάται στα εσοδευτικά στόμια των ιχθυοσυλληπτικών εγκαταστάσεων. Κυνηγά τις αθερίνες και άλλα ψάρια στον αφρό με ορμή και γι’αυτό συχνά τη βλέπουμε να πηδά πάνω από το νερό.
Αλιευτικά πεδία: Ψαρεύεται στην παράκτια ζώνη του κόλπου και στα εσοδευτικά στόμια των λιμνοθαλασσών.
Παραδοσιακή αλιεία: Στον κόλπο ψαρεύεται με καλαμίδι και συρτή. Στα διβάρια παγιδεύεται στις ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις.
Αλιευτική παραγωγή: Δεν παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις.
Κουτσομούρα Mullus barbatus
Βιολογία: Μικρό ψάρι 20-40cm. Μοίαζει πολύ με το μπαρμπούνι με τη διαφορά ότι το κεφάλι της είναι κοφτό, σχεδόν κατακόρυφο και αρκετά μεγάλο σε σχέση με το σώμα της, με τα μάτια τοποθετημένα σχεδόν στην κορυφή του. Δύο σάρκινες προεξοχές στο πιγούνι της τη βοηθάνε να ψάχνει στο βούρκο για τα θηράματά της. γεννά καλοκαίρι και φθινόπωρο, κοντά στην ακτή.
Οικολογία: Ζει στη θάλασσα σε νερά βαθιά ως 300μ και σε βυθούς με λάσπη. τρώει μικρά μαλάκια, σκουλήκια και καρκινοειδή του βυθού, τα οποία ξεθάβει με τα “μουστάκια” της.
Αλιευτικά πεδία: Είναι χαρακτηριστικό είδος του Αμβρακικού και μαζί με τη γαρίδα σηματοδοτεί τη μέση της άνοιξης στην περιοχή. Ψαρεύεται σε όλο τον κόλπο στα ανοιχτά.
Παραδοσιακή αλιεία: Ψαρεύεται με μανομένα δίχτυα, από τα μέσα μέχρι τα τέλη Απριλίου.
Αλιευτική παραγωγή: Σύμφωνα με τους ψαράδες. τα ιχθυοποθέματα της κουτσομούρας στον Αμβρακικό παρουσιάζουν μια περιοδικότητα. Αν και παραγωγή δεν είναι τόσο πλούσια όσο στο παρελθόν, ακόμα βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Μαγιάτικο Seriola dumerili
Βιολογία: Μεγάλο ψάρι με παχύ, σρογγυλό, καμπυλωτό σώμα, με μικρά λέπια. φθάνει τα 1-1,2μ σε μήκος. Έχει ανοιχτό ασημί χρώμα, που γίνεται γαλάζιο στη ράχη και χρυσή γραμμή στο πλευρό που εκτείνεται από το κεφάλι μέχρι την ουρά.
Οικολογία: Παρουσιάζεται κοντά στις ακτές του Αμβρακικού κοπαδιαστά, στα τέλη Μαϊου.
Αλιευτικά πεδία: Ψαρεύεται μέσα στον Αμβρακικό σε περάσματα.
Παραδοσιακή αλιεία: Πιάνεται στο νταλιάνι της Λασκάρας και σε παραγάδι.
Αλιευτική παραγωγή: Τις τελευταίες δεκαετίες το μαγιάτικο έχει μειωθεί στον Αμβρακικό κόλπο, όπως άλλωστε και τα περισσόερα είδη.
Μελανούρι Oblada melanura
Βιολογία: Ψάρι με φαρδύ σώμα, μεγάλα μάτια και λοξό στόμα με λεπτά χείλη και μονούς κοπτήρες. Ασημοκάστανη ράχη και ασημόχρωμη πλευρά, με μακρυές γκριζόμαυρες γραμμές. Γεννα το καλοκαίρι. Είναι φυτοφάγο.
Οικολογία: Τα μελανούρια ζουν σε μικρά κοπάδια στο βυθό, στην αμμουδιά ή σε φυκιάδες. Τα πιο νεαρά άτομα ανεβαίνουν στον αφρό.
Αλιευτικά πεδία: Όμοια με την τσιπούρα, ψαρεύεται σε λιμνοθάλασσες με αλατότητες μεταξύ 25 και 30%, καθώς και στον κόλπο.
Παραδοσιακή αλιεία: Τα μελανούρια πιάνονται στις καλαμωτές ιχθυοπαγίδες των διβαριών. Μέσα στον κόλπο ψαρεύονται με παραγάδια, δίχτυα και μικρότερα με κιούρτους.
Αλιευτική παραγωγή: Τα μελανούρια δε βρίσκονται πλεόν τόσο συχνά στα δίχτυα των ψαράδων στον Αμβρακικό κόλπο, αλλά ούτε και στις ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις.
Σαρδέλα Sardina pilchardus
Βιολογία: Έχει μήκος 10-20cm, γαλαζοπράσινη ράχη και γαλάζια ταινία κατά μήκος των πλευρών, συμπιεσμένο νσώμα και μεγάλα μάτια. Γεννά την περίοδο από Νοέμβρη μέχρι Μάϊο και τα αυγά της αποτελούν τμήμα του πλαγκτού.
Οικολογία: Αφρόψαρο, κινείται σε μεγάλα κοπάδια. Δεν είναι λίγες οι φορές που, κυνηγημένες από μνεγαλύτερα ψάρια, πηδούν έξω από το νερό σε προβλήτες ή στην ακτή.
Αλιευτικά πεδία: Μεγάλα κοπάδια σαρδέλας εμφανίζονται, ειδικά τον Σεπτέμβριο, στο στόμιο του Αμβρακικού και στο λιμάνι της πρέβεζας.
Παραδοσιακή αλιεία: Ψαρεύεται στο Ιόνιο και τον Αμβρακικό κόλπο από την άνοιξη μέχρι τον Οκτώβριο.
Αλιευτική παραγωγή: Η σαρδέλα αποτελούσε για δεκαετίες την τροφή του φτωχότερου πληθυσμού της περιοχής του Αμβρακικού, ειδικότερα στην Πρέβεζα. τα ιχθυαποθέμεατά της είναι ακόμα ικανοποιητικά στο Ιόνιο και τον Αμβρακικό, ενώ στην Πρέβεζα γίνεται στα τέλη του καλοκαιριού η γιορτή της σαρδέλας.
Πηγή: ionio.gr
Add Comment