Mανίνα Ζουμπουλάκη
Mανίνα Ζουμπουλάκη – Γεννήθηκε το 1960, μεγάλωσε στην Καβάλα και γράφει από τα δέκα. Σπούδασε στην Αμερική ιστορία της τέχνης και σωματική αγωγή. Στα περιοδικά γράφει από την αρχή της δεκαετίας του ’80 μέχρι και σήμερα χωρίς διακοπή. Έχει δουλέψει στα περιοδικά Ταχυδρόμος, Πρόσωπα, Κλικ, Diva, Μen, Nitro, Down Town, Elle, Time out, Pink Woman, Athens Voice, Look και Home ως δημοσιογράφος. Έχει μεταφράσει περί τα 30 βιβλία για τις εκδόσεις Κάκτος (μεταξύ των οποίων Πέρα από την Αφρική της Κάρεν Μπλίξεν, και Αρχαία απογεύματα του Νόρμαν Μέιλερ) και άλλα τόσα «Άρλεκιν». Δούλεψε στο ραδιόφωνο ως παραγωγός (Top Fm, ΕΡΑ 4, Κανάλι 15, Κανάλι 5, Μελωδία). Βιβλία της: Κενά μνήμης, Μυροβόλος άνοιξις, Φεύγα!, Η ζωή (δεν) είναι ταινία, Η σκόνη της ημέρας, όλα εκδόσεις Ίστός. Ριζότο (σενάριο, εκδόσεις Λιβάνη), Αληθινή σταρ, εκδόσεις Ωμέγα, Το μεγάλο καλοκαίρι, Πώς να γράψεις και τα δύο από εκδόσεις Interbooks, Ευτυχία, εκδόσεις Παπαδόπουλος. Σενάρια: Ελεύθερη κατάδυση (συν-σεναριογράφος µε σκηνοθέτη Γιώργο Πανουσόπουλο), Ριζότο (συν-σεναριογράφος µε σκηνοθέτη Όλγα Μαλέα). Σενάρια τηλεόρασης: Φεύγα (σειρά Mega), Ξέχασέ µε (σειρά Alpha, συν-σεναριογράφος με Βαγγέλη Νάση), Απαγωγή (τηλεταινία Mega). Είναι παντρεμένη και έχει τρία παιδιά παιδιά.
Κλασική ερώτηση, αλλά… Αγαπάτε τα αστυνομικά, δικά μας και ξένα, βλέπατε από μικρή νουάρ ταινίες, γι’ αυτό και αποφασίσατε να γράψετε κι εσείς σήμερα μια ιστορία με δολοφονίες, εθνικιστικές οργανώσεις, φιλελεύθερους πολιτικούς, σασπένς – πολύ σασπένς;
Όπως τα λες ακριβώς – αγαπάω τα αστυνομικά, τα διαβάζω με μανία, βλέπω αστυνομικές ταινίες από πάντα. ΑΛΛΑ, όπως είπε και ο επιμελητής του βιβλίου Θανάσης Τσιρταβής… ζούμε σε μια αστυνομική εποχή. Αισθάνομαι ότι δεν μπορείς να ζεις στην Αθήνα σήμερα και να γράφεις σκέτα ρομαντικά μυθιστορήματα. Ή εμένα δεν μου κάνει αυτό το είδος, αυτή την εποχή. Η ρομαντική ιστορία, ο έρωτας, υπάρχει – χωρίς αυτόν δεν θα μου άρεζε το μυθιστόρημα… αλλά η Αθήνα είναι η βασική πρωταγωνίστρια.
Πίσω όμως από τις δολοφονίες και τις ίντριγκες, εσείς –πιο πολύ– θέλατε να φέρετε στο φως την άλλη πλευρά της Αθήνας του σήμερα, τη σκοτεινή, τη σκληρότατη, έτσι δεν είναι;
Εννοείται, δεν ήθελα απλώς έναν φόνο κι έναν δολοφόνο! Ήθελα μια ιστορία που διαδραματίζεται μέσα στην ελληνική κοινωνία όπως έχει διαμορφωθεί, με τα προβλήματα και τα θέματα της Αθήνας. Γι’ αυτό σκέφτομαι τη Δώρα, την ηρωίδα, να σηκώνει στις πλάτες της ολόκληρη τριλογία της Αθήνας, με τρία μεγάλα πολιτικο-κοινωνικά θέματα… στο μπακ-γκράουντ, γιατί σε πρώτο πλάνο είναι η προσωπική ιστορία της Δώρας, που έχει ή δεν έχει το χάρισμα να βλέπει παρελθόν και μέλλον μέσα στα κεφάλια των άλλων ανθρώπων… ενώ παράλληλα παιδεύεται να τα βγάλει πέρα με την κρίση, με τα παιδιά της – και με τους έρωτές της.
Ζούμε σε μια αστυνομική εποχή. Αισθάνομαι ότι δεν μπορείς να ζεις στην Αθήνα σήμερα και να γράφεις σκέτα ρομαντικά μυθιστορήματα. Ή εμένα δεν μου κάνει αυτό το είδος, αυτή την εποχή.
Νομίζω ακόμα ότι θέλατε να μιλήσετε στα ίσια και για την «οσία» ελληνική οικογένεια, μέσα στους κόλπους της οποίας, υπό άκρα μυστικότητα, γίνονται και συνήθως αποκρύπτονται από μικρά έως μεγάλα εγκλήματα.
Έστησα μια ειλικρινή οικογένεια, όχι ιδιαίτερα εγκληματική. Οι γονείς έχουν χωρίσει μετά από πολλά κέρατα, αλλά κράτησαν επαφή, αγαπιούνται ακόμα και αγαπάνε τα παιδιά τους… Η αγάπη, δηλαδή, είναι αυτό που τους δένει, όχι η οικογένεια σαν θεσμός. Πιστεύω στην εναλλακτική οικογένεια, γκέι ή στρέιτ, πάντως όχι με την παραδοσιακή έννοια. Κι εδώ ο ρόλος, π.χ., του πάτερ φαμίλια και της μαμάς-υπηρέτριας δεν ισχύει, όπως δεν (πρέπει να) ισχύει και στην πραγματική ζωή. Η μαμά ψάχνει για δουλειά, δουλεύει όποτε βρίσκει ευκαιρία, δεν προλαβαίνει να μπει στην κουζίνα της. Ο μπαμπάς παλεύει να βγει από την ανεργία στην αρχή και από τη φυλακή μετά.
Γι’ αυτό άλλωστε και δεν διστάσατε να βάλετε στο παιχνίδι και τον Δημήτρη, τον συμπαθή πλην λιγάκι ανερμάτιστο τέως άντρα της κεντρικής ηρωίδας, που παρά το γεγονός ότι είναι πατέρας δυο παιδιών, έχει διαφορετικές σεξουαλικές προτιμήσεις. Το «σηκώνει» κάτι τέτοιο γενικά ο μέσος συμπατριώτης μας αναγνώστης-αναγνώστρια σήμερα;
Μπα, δεν με νοιάζει και πολύ, να σου πω την αλήθεια, τι σηκώνει ή δεν σηκώνει ο μέσος συμπατριώτης μας – δεν απευθύνομαι σε τόσο πια ευρύ κοινό, έτσι κι αλλιώς. Οι σεξουαλικές προτιμήσεις μας δεν είναι γραμμένες στην πέτρα, αλλάζουν όσο ζούμε. Ο Δημήτρης ήταν στρέιτ για κάποιο διάστημα και για κάποιο άλλο διάστημα είναι γκέι: είναι το στάνταρ στους ανθρώπους, να είμαστε και τα δύο… Μη βλέπεις που συχνά το θάβουμε αυτό που μας ενοχλεί, είναι επειδή δεν επιτρέπεται, επειδή «η κοινωνία» δεν το σηκώνει. Το δύσκολο, δηλαδή, δεν είναι να βγεις και να πεις «είμαι στρέιτ!», αυτό είναι το ευρέως αποδεκτό. Το ζόρι είναι να πεις «είμαι γκέι» ή να μην το πεις αλλά να το ζεις χωρίς να κρύβεσαι κάτω από το χαλί.
Αν δεν είχατε δικά σας παιδιά και ζούσατε σε έναν ενήλικα, αποστειρωμένο κόσμο, θα μπορούσατε να δημιουργήσετε έναν χαρακτήρα τόσο ζωντανό και σημερινό σαν αυτόν του Στράτου;
Χλωμό το βλέπω! Τα παιδιά της Δώρας τα έχτισα πάνω στη δική μου τρομαχτική εφηβεία, σε παιδιά φιλενάδων μου, και πάνω στα δικά μου παιδιά, σε μικρότερο βαθμό – τον ελλειπτικό τρόπο επικοινωνίας του έφηβου ατόμου με τους μεσήλικες γονείς του, π.χ., δύσκολα μπορείς να τον μελετήσεις σε βιβλία ή να τον φανταστείς. Από την άλλη, δεν είναι και επιστημονική φαντασία: αν θυμάσαι πολύ καθαρά πώς ήσουν εσύ ως έφηβη/-ος, το έχεις, λίγο πολύ…
Δεν με νοιάζει και πολύ, να σου πω την αλήθεια, τι σηκώνει ή δεν σηκώνει ο μέσος συμπατριώτης μας – δεν απευθύνομαι σε τόσο πια ευρύ κοινό, έτσι κι αλλιώς. Οι σεξουαλικές προτιμήσεις μας δεν είναι γραμμένες στην πέτρα, αλλάζουν όσο ζούμε. Ο Δημήτρης ήταν στρέιτ για κάποιο διάστημα και για κάποιο άλλο διάστημα είναι γκέι: είναι το στάνταρ στους ανθρώπους, να είμαστε και τα δύο.
Ερχόμενοι στον Μίνωα, τον μοιραίο άντρα που η Δώρα ξαναανταμώνει μετά από χρόνια σε μια δραματική της στιγμή, αναρωτιέμαι: Υπήρξε και στη δική σας ζωή, την πραγματική, αυτός ο ιδιόρρυθμος, πλην γοητευτικός τύπος; Γιατί μοιάζει να τον έχετε αγαπήσει πολύ αυτόν τον μυθιστορηματικό ήρωα.
Τα πρόσωπα είναι συνθέσεις, δεν είναι ένας αλλά πολλοί μαζί! Έφτιαξα έναν Μίνωα που έχει στοιχεία μεγάλων ερώτων μου, σίγουρα, αλλά είναι και εντελώς φανταστικός. Είναι σκεπτικιστής, ορθολογιστής, το ανάποδο της Δώρας (και το δικό μου επίσης). Κανένας ήρωας δεν είναι 100% υπαρκτό πρόσωπο ή 100% δημιούργημα φαντασίας, όλοι πατάνε κάπου. Απλώς οι δικοί μου ήρωες και ηρωίδες έχουνε κάμποσους να πατήσουνε απάνω τους…
Ξεφεύγοντας από το βιβλίο αυτό καθαυτό, έχετε γράψει πολλά σενάρια για το σινεμά και την τηλεόραση. Δουλεύοντας το Κάτι μου κρύβεις μήπως ενδόμυχα βλέπατε, ζωντανεμένους, τους ήρωές σας με σάρκα και οστά στη μικρή ή στη μεγάλη οθόνη;
Πάντα τους φαντάζομαι σαν ηθοποιούς, μάλιστα συχνά έχω μια ηθοποιό που γράφω «πάνω της» τον, ας πούμε, κεντρικό ρόλο όταν ξεκινάω. Εδώ, τη Δώρα την είχα στηρίξει πάνω στη Ναταλία Δραγούμη. Κι ακόμα έτσι τη φαντάζομαι να κυκλοφορεί. Το να γίνει ταινία ή σίριαλ ένα βιβλίο, είναι άλλο ζήτημα – από το στόμα σου και στων παραγωγών το αυτί. Αλλά ακριβώς επειδή ο ένας βασικός ήρωας είναι ομοφυλόφιλος και θυματοποιείται γι’ αυτό, δε νομίζω να πέσουν απάνω μας τρέχοντας οι παραγωγοί. Ο γκέι στην τηλεόραση για να έχει πέραση οφείλει να είναι από αστείος ως γελοίος, να έχει μια χαριτωμενιά. Καλά, για τη λεσβία δεν συζητάμε, είναι ανύπαρκτη στις ελληνικές παραγωγές, επειδή δεν ξέρει κανείς τι να την κάνει – αστεία; Απειλητική; Κακιά; Άντε βρες της ρόλο…
Τον ελλειπτικό τρόπο επικοινωνίας του έφηβου ατόμου με τους μεσήλικες γονείς του, π.χ., δύσκολα μπορείς να τον μελετήσεις σε βιβλία ή να τον φανταστείς. Από την άλλη, δεν είναι και επιστημονική φαντασία: αν θυμάσαι πολύ καθαρά πώς ήσουν εσύ ως έφηβη/-ος, το έχεις, λίγο πολύ.
Γενικά ως άνθρωπος του χώρου πάτε κινηματογράφο; Και για τις πολυβραβευμένες στα φεστιβάλ, παγκόσμιες πλέον παραγωγές τύπου Λάνθιμου τι λέτε;
Είναι πολύ καλός ο Λάνθιμος, καθόλου τυχαίος και μπράβο του! Θα το έγραφα αυτό και μόνον επειδή είναι Έλληνας, αλλά είναι και ταλεντάρα. Βλέπω ταινίες συνέχεια, παρόλο που δεν πάω σινεμά όσο θα ήθελα λόγω μικρών παιδιών (δεν βρίσκω πού να τα παρκάρω). Έχω μανία με τη δεκαετία του ’80 και του ’90, είναι οι αγαπημένες μου κινηματογραφικά.
Γράφετε σε free press μεγάλης κυκλοφορίας για μπαρ, εστιατόρια, ταβερνεία, σαντουιτσάδικα κλπ. Βγαίνετε δηλαδή πολύ έξω (σας ζηλεύω). Γράφετε βιβλία, έχετε παράλληλα όμως και μια κανονική οικογένεια με τρία παιδιά. Αλήθεια, πώς τα φέρνετε βόλτα όλα αυτά;
Χαχα, η στήλη είναι μια φορά την εβδομάδα, και τόσο βγαίνω, αν βγω! Αλλά περπατάω πολύ, και γράφω για ό,τι πιάνει το μάτι μου. Μπορεί, δηλαδή, να μπω σ’ ένα μαγαζί, να μην πάρω τίποτα, αλλά να μιλήσω με τον ιδιοκτήτη και να μου αρέσει κάτι, δεν ξέρω κι εγώ τι… Κάποιος λόγος υπάρχει πάντα που γράφω για ένα μαγαζί, και δεν είναι ο προφανής. Κατά τα άλλα, είμαι χάλια νοικοκυρά, μόνο τα σουπερμάρκετ και οι λαϊκές μού αρέσουν, από τα οικοκυρικά… Και δεν προλαβαίνω, όλα τα κάνω μισά. Είμαι η θεά του μισοτελειωμένου οτιδήποτε – μόνο τα βιβλία καταφέρνω να ολοκληρώνω πάντα.
Κλείνοντας, να αναμένουμε τριλογία, τη Δώρα, την Κασάνδρα, τη Λόρα Μαρς σε καινούριες περιπέτειες;
Ναι, ναι, αν όλα πάνε καλά αυτός είναι ο στόχος μου. Ήδη είμαι στα μισά του δεύτερου μέρους της τριλογίας, με λίγη καλή τύχη και πολλή δουλειά, οι περιπέτειες της Δώρας δεν θα σταματήσουν καν εκεί…
Κάτι μου κρύβεις
Μανίνα Ζουμπουλάκη
Παπαδόπουλος
256 σελ.
ISBN 978-960-569-732-7
Τιμή: €14,99
Add Comment