ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΕΛΛΑΔΑ

Σαν σήμερα εκτελείται στο Γουδί ο σπουδαίος Αιτωλοακαρνάνας Πρωθυπουργός Στράτος Νικόλαος!

Στράτος Νικόλαος, 15 Νοεμβρίου 1922
Στράτος Νικόλαος, 15 Νοεμβρίου 1922

O Νικόλαος Στράτος, Έλληνας νομικός και πολιτικός που διατέλεσε βουλευτής, πρόεδρος της Βουλής, υπουργός και πρωθυπουργός, γεννήθηκε στις 15 Μαΐου 1872 στην Αθήνα, και εκτελέστηκε στις 15 Νοεμβρίου 1922, στην περιοχή Γουδή στην Αθήνα. Κηδεύτηκε στις 14:30 της ίδιας μέρας και τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας. Ήταν παντρεμένος με τη Μαρία Κορομηλά, κόρη του συγγραφέα Δημητρίου Κορομηλά, και είχε δύο παιδιά, την Δωροθέα, [Δώρα], Στράτου, χορεύτρια και τιμημένη με το «παγκόσμιο βραβείο Θεάτρου» και τον Ανδρέα Στράτο, ο οποίος είχε εκλεγεί βουλευτής.

Πατέρας του ήταν ο Ανδρέας Στράτος, στρατηγός και πολιτικός με καταγωγή από το χωριό Λουτρό της πρώην επαρχίας Βάλτου, κοντά στην Αμφιλοχία, μητέρα του η Πετρούλα Νικολάου Βουδούρη και ήταν ανιψιός του Νικολάου Καλογερόπουλου, πολιτικού που διατέλεσε και πρωθυπουργός. Σπούδασε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και το 1902 εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής Βάλτου, και ακόμη σε τρεις συνεχείς θητείες έως το 1910, ενώ από την πρώτη Αναθεωρητική Βουλή του 1910 και έως το 1922 εκλέγονταν σε έξι συνεχείς θητείες, βουλευτής Αιτωλίας και Ακαρνανίας.

Αρχικά πολιτεύονταν ως ανεξάρτητος και στη συνέχεια εντάχθηκε στο κόμμα του Δημητρίου Ράλλη, όμως το 1909 συντάχθηκε με τους επαναστάτες του Στρατιωτικού Συνδέσμου, και στη συνέχεια εντάχθηκε στη συνέχεια στο κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το 1913 αποχώρησε από το κόμμα των Φιλελευθέρων και το 1916 ίδρυσε το «Εθνικόν Συντηρητικόν Κόμμα», συμπαρασύροντας 16 βουλευτές, καθώς διαφώνησε με την πολιτική υπέρ της Αντάντ και συντάχθηκε με την άποψη του τότε βασιλιά Κωνσταντίνο. Στις 15 Φεβρουαρίου 1921, σε συνεδρίαση της Βουλής για τον καθορισμό της Ελληνικής στάσεως στη διάσκεψη του Λονδίνου, είπε ότι «…ευρισκόμεθα ενώπιον αναθεωρήσεως της Συνθήκης των Σεβρών άνευ της ρητής συναινέσεως της Ελλάδος που είναι νομικώς και πολιτικώς αδύνατος….Η Κωνσταντινούπολη «είναι η πεπρωμένη πρωτεύουσα της Ελλάδος»…».
Εκλέχθηκε αντιπρόεδρος της Βουλής το 1905, με Πρόεδρο τον Νικόλαο Μπουφίδη και στις 24 Ιανουαρίου 1911 αναδείχθηκε Πρόεδρος της Αναθεωρητικής Βουλής με 249 ψήφους σε 276 που ψήφισαν και παρέμεινε στη θέση έως τις 7 Ιουλίου, οπότε παραιτήθηκε μετά από τη διαφωνία του με τον υπουργό Δικαιοσύνης Νικόλαο Δημητρακόπουλο και τον διαδέχθηκε ο Ιωάννης Τσιριμώκος.

Διορίστηκε υπουργός

Εσωτερικών στην κυβέρνηση Δημητρίου Ράλλη το 1909,
Ναυτικών το Μάιο του 1912 στην κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και προσωρινά
Στρατιωτικών, και παραιτήθηκε τον Νοέμβριο του 1913, όταν διαφώνησε με το Βενιζέλο.

Με εντολή του προς όλες τις μονάδες του Ελληνικού στόλου το 1913, ζήτησε την παροχή κάθε είδους διευκολύνσεων στο ζωγράφο Βασίλειο Χατζή, προκειμένου να υλοποιήσει την ιδέα του Στράτου και να απεικονίσει τη «Ναυμαχία της Έλλης» στην οποία συμμετείχε το θωρηκτό «Αβέρωφ». Περιοδικό της εποχής έγραψε [1] «…Ωραία η ιδέα την οποίαν είχεν ο Υπουργός των Ναυτικών να παρέξη όλα τα μέσα εις τον ζωγράφον κ. Χατζήν διά να απεικονίσει εις μεγάλον πίνακα την ναυμαχίαν της 5 Δεκεμβρίου…».

Ναυτικών το Μάιο του 1915, στην κυβέρνηση Δημητρίου Γούναρη,
Εσωτερικών το 1922, στην συμμαχική κυβέρνηση Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη.

Διετέλεσε πρωθυπουργός

από τις 30 Απριλίου 1922 έως τις 4 Μαΐου 1922 και λέγεται ότι ήταν ο εμπνευστής του σχεδίου καταλήψεως της Κωνσταντινουπόλεως
Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1922 εκδηλώθηκε το κίνημα των Βενιζελικών συνταγματαρχών Νικόλαου Πλαστήρα, Στυλιανού Γονατάκαι του αντιπλοίαρχου Δημητρίου Φωκά, διοικητή της ναυτικής βάσεως στη Χίο, οι οποίοι απαίτησαν την παραίτηση της κυβέρνησης και την απομάκρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου, που στις 14 Σεπτεμβρίου 1922 υποκύπτοντας στο τελεσίγραφο των επαναστατημένων μονάδων που βρίσκονταν στα ανοιχτά του Λαυρίου, παραιτήθηκε από τον θρόνο αφήνοντας τη θέση του στον πρωτότοκο γιο του Γεώργιο, και απομακρύνθηκε από την Ελλάδα. Η επαναστατική επιτροπή διόρισε την κυβέρνηση Κροκίδα, ο οποίος στις 14 Νοεμβρίου, αντικαταστάθηκε από τον Στυλιανό Γονατά. Υπουργός Στρατιωτικών ανέλαβε ο Θεόδωρος Πάγκαλος που ανακηρύχθηκε «δικτάτωρ Αρχηγός της Επαναστάσεως», ενώ έντονη δράση ανέλαβαν αξιωματικοί οπαδοί των ακραίων λύσεων, όπως οι Αλέξανδρος Οθωναίος, Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος και ο Γεώργιος Κονδύλης.

Τον συνέλαβαν τη νύχτα της 14ης Σεπτεμβρίου 1922 και στις 30 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, δικάστηκε από έκτακτο επαναστατικό στρατοδικείο με πρόεδρο τον Αλέξανδρο Οθωναίο, ως υπεύθυνος της μικρασιατικής καταστροφής. Σύμφωνα με το αποτέλεσμα της προανακρίσεως θεωρήθηκε ένοχος εσχάτης προδοσίας, δηλαδή ότι ηθελημένα και σκόπιμα παραχώρησε ελληνικά εδάφη στον εχθρό, όμως η κατηγορία του δόλου ήταν αστήρικτη, καθώς τα εδάφη από τα οποία εκδιώχθηκε ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας, δεν ανήκαν ποτέ στην Ελληνική επικράτεια. Το αίτημα του να δικασθεί από Ειδικό Δικαστήριο σε εφαρμογή του νόμου περί ευθύνης Υπουργών απορρίφθηκε από τον Πάγκαλο με εξωνομική αιτιολόγηση.
Στις 12 Οκτωβρίου εκδόθηκε το διάταγμα «..περί συστάσεως και λειτουργίας εκτάκτου στρατοδικείου προς εκδίκασιν των κατά των υπαιτίων της εθνικής καταστροφής κατηγοριών». Πρόεδρος της ανακριτικής επιτροπής ανέλαβε ο υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, ενώ βοηθοί του ορίστηκαν οι συνταγματάρχες Ι. Καλογεράς και Χ. Λούφας. Συνήγορος υπερασπίσεως του ήταν ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ο οποίος ήταν επίσης δικηγόρος των Δημητρίου Γούναρη και Γεωργίου Χατζηανέστη. Η έκθεση της Ανακριτικής Επιτροπής, υπεγράφη στις 24 Οκτωβρίου, δημοσιοποιήθηκε στις 26 Οκτωβρίου και η δίκη έγινε στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής, όπου ήδη είχαν μεταφερθεί από τις 15 Οκτωβρίου οι κρατούμενοι, ώστε να μην χρειάζεται να μετακινούνται. Το αίτημα του να δικασθεί από Ειδικό Δικαστήριο σε εφαρμογή του νόμου περί ευθύνης Υπουργών απορρίφθηκε από τον Θεόδωρο Πάγκαλο με εξωνομική αιτιολόγηση. Σύμφωνα με τον ιστορικό Τάσο Βουρνά, το κατηγορητήριο είχε χαρακτήρα επαναστατικού εγγράφου και πιθανότατα συντάχθηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου, πολιτικό σύμβουλο της επαναστατικής επιτροπής. Περιλάμβανε κεφάλαιο που απέρριπτε την ένσταση των κατηγορουμένων για δίκη από το ειδικό δικαστήριο της Βουλής, λέγοντας, «…Αλλ’ όχι! Το Έθνος ορθούμενον αιμοσταγές, κρεουργημένον, αλλά αδυσώπητον ενώπιον του, ζητεί παρ’αυτού και των συνεργατών του δικαιοσύνην δια την προδοσίαν και τιμωρίαν δια το έγκλημα. Και εν ονόματι του Έθνους την δικαιοσύνην ταύτην η Επανάστασις θα την αποδώση…».

Αν και η συγκρότηση της συνθέσεως του Εκτάκτου Στρατοδικείου ήταν ευθύνη του υπουργείου Στρατιωτικών και του τότε υπουργού Αναστάσιου Χαραλάμπη, ο οποίος παρέδωσε κατάλογο με ονόματα αξιωματικών που θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στα μέλη του στρατοδικείου, η επαναστατική επιτροπή τον αγνόησε και του γνωστοποίησε την απόφαση της και με τροποποιητικό διάταγμα ανέλαβε η ίδια την ευθύνη της συγκροτήσεως του.

Το έκτακτο στρατοδικείο συνήλθε στις 31 Οκτωβρίου. Πρόεδρος του διορίστηκε ο Αλέξανδρος Οθωναίος, αναπληρωτής πρόεδρος ο υποναύαρχος Κωνσταντίνος Βούλγαρης και μέλη του οι συνταγματάρχες Δημοσθένης Φλωριάς, Θεόδωρος Χαβίνης, Ανδρέας Παναγιωτόπουλος, ο πλοίαρχος Ιωάννης Γιαννηκώστας, ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Μαμούρης, ο στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος β΄τάξεως Κωνσταντίνος Τσερούλης, ο αντιπλοίαρχος Κωνσταντίνος Φραγκόπουλος, οι ταγματάρχες Ν. Βαμβακόπουλος και Χ. Γραβάνης και ο λοχαγός Ανδρέας Κατσαράκης. Αναπληρωματικά μέλη διορίστηκαν οι Μιχαήλ Ζωγράφος, Λεωνίδας Κανάρης, Γεώργιος Σκανδάλης, Βασίλης Τζιότζιος, Αθανάσιος Ζάγκας, Θεόδωρος Βουτσαράς, Πλούτ. Χαλόφτης και Βύρων Καραπαναγιώτης. Επαναστατικοί επίτροποι διορίστηκαν ο αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Γεωργιάδης, οι συνταγματάρχες Νικόλαος Ζουρίδης και Νεόκοσμος Γρηγοριάδης και γραμματέας του δικαστηρίου ο Ιωάννης Πεπονής.

Συνήγορος υπερασπίσεως του ήταν ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, που υπεράσπιζε ακόμη, τους Δημήτριο Γούναρη και Χατζανέστη, ενώ επίσημος σκιτσογράφος της δίκης ήταν ο Περικλής Βυζάντιος. Υπήρχαν δώδεκα μάρτυρες κατηγορίας μεταξύ τους οι Αναστάσιος Παπούλας, αντιστράτηγος ε.α., Μ. Πάσσαρης, συνταγματάρχης, Π. Σουμίλας, υποστράτηγος, Γ. Σπυρίδωνος, συνταγματάρχης, Μιλτιάδης Κοιμήσης, αντισυνταγματάρχης, Θεόδωρος Σκυλακάκης, ταγματάρχης και υπασπιστής του Πάγκαλου, Κ. Κανελλόπουλος, λοχαγός, Λ. Σπαής, λοχαγός, Αναστάσιος Βενετσανόπουλος, διευθυντής επιμελητείας του υπουργείου στρατιωτικών, Γεώργιος Δημητρίου Ράλλης, που διαφώνησε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, Φωκίων Νέγρης, Βενιζελικός πολιτικός, και Κωνσταντίνος Ρέντης, διπλωματικός υπάλληλος και μετέπειτα υπουργός. Μάρτυρες υπερασπίσεως ήταν οι Ραγκαβής, συνταγματάρχης, Παναγάκος, ταγματάρχης, Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος, ο οποίος αμφισβήτησε το ποινικό μέρος του κατηγορητηρίου.
Απολογία

Στην απολογία του απευθύνθηκε στους στρατοδίκες λέγοντας [2], «…Από της απόψεως αυτής νομίζω ότι εκάμαμεν ό,τι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν, προσεφέραμεν εις τον τόπον με όλην την ειλικρίνειαν και αφοσίωσιν, ό,τι είχεν η ψυχή μας, ό,τι είχεν η καρδιά μας και η διάνοιά μας, είναι δε εκ των φοβερωτέρων ονείρων όταν μετά τοιαύτην εργασίαν εφθάσαμεν να ριφθώμεν εδώ εις το εδώλιον των κατηγορουμένων, κατηγορούμενοι διά το απαισιώτερον των εγκλημάτων. Κύριε Πρόεδρε, την συγκίνησιν και την αγωνίαν την οποίαν ησθάνθησαν οι εκεί αγωνιζόμενοι τον αγώνα, την συναισθανόμεθα βαθύτατα μέχρι των μυχιωτάτων της ψυχής μας. Εδώσαμεν ό,τι είχαμε εις τον τόπον μας εις υμάς απόκειται να κρίνετε…». .

Στη δευτερολογία του απέκρουσε την κατηγορία του δόλου, λέγοντας «…Η έξωθεν ενισχυομένη οργή, η επιζητουμένη Νέμεσις, ουδεμίαν θέσιν έχει εν τω Δικαστηρίω τούτω του οποίου την ατμόσφαιραν προσπαθούσι να θολώσωσι. Το Δικαστήριον κρίνον περί υποδίκων, περί κατηγορουμένων τοιούτου είδους- δεν εννοώ την περιωπήν (sic) την πολιτική, αλλά με την σημασίαν, την οποίαν δύναται να έχη μία απόφασις ως προς τα πολιτικά πράγματα της Χώρας- οι κ. Δικασταί κρίνοντες κατηγορουμένους των οποίων τοιούτον είναι το παρελθόν και τοιαύτην επήρειαν θα έχη εις τα πολιτικά πράγματα της Χώρας διά το μέλλον, οι κ. Δικασταί, είμαι βέβαιος ότι θα έχωσιν εν εαυτοίς το θείον Πνεύμα, το οποίον επιβλέπει παν Δικαστήριον, του οποίου αντιπρόσωπος ο Ιησούς Χριστός κρέμαται άνωθεν του τοίχου παντός δικάζοντος δικαστηρίου. Διότι η ανθρώπινη Δικαιοσύνη είναι υπόλογος απέναντι της θείας Δικαιοσύνης. Αλλ΄ η Νέμεσις, η οποία έξωθι του Δικαστηρίου θέλει να εισέλθη υπό τους θόλους αυτού, η Νέμεσις αύτη εισάγει μόνον εις τον εφαρμόζοντα ταύτην τας Ερινύας εις το διηνεκές».

Ο Ιωάννης Μεταξάς με επιστολή του, για την οποία είχε τη συγκατάθεση του πρωθυπουργού Σωτηρίου Κροκιδά, ζήτησε από το υπουργικό συμβούλιο να επιτραπεί στους κατηγορουμένους η άσκηση εφέσεως, πρόταση που απέρριψε η επαναστατική επιτροπή, έτσι στις 10 νοεμβρίου παραιτήθηκε ο υπουργός εξωτερικών Νικόλαος Πολίτης και τον ακολούθησε όλη η κυβέρνηση Κροκιδά, ώστε τέσσερις μέρες αργότερα να σχηματιστεί η κυβέρνηση του Στυλιανού Γονατά.
Η ετυμηγορία του έκτακτου επαναστατικού Στρατοδικείου ανακοινώθηκε στις 6:40 το πρωί της 15ης Νοεμβρίου, από τον Πρόεδρο Αλέξανδρο Οθωναίο, «….Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β’ το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζηανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών. Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη. Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δημητρίου Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Νικολάου Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γεωργίου Μπαλτατζή και Νικολάου Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μιχαήλ Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων».

Την απόφαση της εκτελέσεως του ανακοίνωσε ο επίτροπος Νεόκοσμος Γρηγοριάδης στις φυλακές «Αβέρωφ», όπου κρατούνταν μαζί με τους υπόλοιπους συγκατηγορουμένους του, ενώ του απαγορεύτηκε η υποβολή ενδίκων μέσων. Σύμφωνα με το Γιώργο Λεονταρίτη, δημοσιογράφο και συγγραφέα-ιστορικό ερευνητή [4], μέχρι το τέλος της δίκης του ήταν αισιόδοξος και όταν του ανακοινώθηκε η θανατική ποινή, έμεινε άφωνος. Κοντά του βρέθηκαν η μητέρα του που έκλαιγε γοερά, η γυναίκα του και τα δύο του παιδιά, η Δώρα και ο Ανδρέας στον οποίο είπε «…Άκουσε Ανδρέα. Να μη μισήσεις κανένα. Δι’ αυτούς μόνον η απεριόριστος βδελυγμία αρκεί. Και μιαν συμβουλήν πατρικήν σου δίδω παιδί μου: Να μη πολιτευτείς ποτέ…», ενώ συμβούλεψε τη γυναίκα του, «…Να φροντίσης για τα παιδιά. Να πουλήσεις ό,τι μας μένει, και να φύγεις απ’ την Ελλάδα…».

Στον τόπο εκτελέσεως, ο συνταγματάρχης Νεόκοσμος Γρηγοριάδης λιποθύμησε όταν ξεκίνησε να διαβάζει την απόφαση απόφαση και την ανάγνωση συνέχισε ο λοχαγός Ιωάννης Πεπονής. Σε ερώτηση για το αν έχει κάποια «τελευταία επιθυμία», απάντησε με ένα αρνητικό νεύμα και εξακολούθησε να καπνίζει και να παρατηρεί το πλήθος και τους στρατιώτες, την ώρα που ο ιερέας έψαλλε τις τελευταίες ευχές, ενώ πέταξε το τσιγάρο του όταν ακούστηκε το «επί σκοπόν» του ανθυπολοχαγού Λίνου. Εκτελέστηκε από τα πυρά του αποσπάσματος, κλονίστηκε και έπεσε προς τα πίσω λυγίζοντας ελαφρά το γόνατο, στις 11:26 το πρωί της 15 Νοεμβρίου 1922 [5], πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία», ενώ ένας λοχίας του έδωσε τη χαριστική βολή στο κεφάλι.

Ακολούθησε κυβερνητική ανακοίνωση, η οποία έλεγε:

«Την 11ην και 30΄π.μ. της σήμερον, εις τον παρά τω Γουδί χώρο εξετελέσθη εν πλήρει στρατιωτική τάξει, η θανατική εκτέλεσις των έξ καταδικασθέντων υπό του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου, υπευθύνων της Μικρασιατικής Καταστροφής, ήτοι των απαρτισάντων το Συμβούλιον των πέντε πολιτικών Π. Πρωτοπαπαδάκη, Δ. Γούναρη, Ν. Στράτου, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη, ως και του αρχιστρατήγου της ήττης Γ. Χατζανέστη. Της εκτελέσεως προηγήθη η στρατιωτική καθαίρεσις και η θεία μετάληψις εν ταις φυλακαίς Αβέρωφ. Οι νεκροί, μεταφερθέντες πάραυτα, εις το Α΄ Νεκροταφείον, παρεδόθησαν εις τους οικείους των προς ταφήν. Προ της εκτελέσεως οι κατάδικοι, ερωτηθέντες περί της υστάτης θελήσεώς των, ουδέν είπον».

Ανακοινωθέν Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου

15 Νοεμβρίου 1922».

Ο αντίκτυπος της εκτελέσεως του ήταν τεράστιος και προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις. Η Ιταλία ζήτησε από τον πρέσβη της να διακόψει τις επαφές με την ελληνική κυβέρνηση, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για την εκτέλεση τους, που δυσκόλευε την συνέχιση της οικονομικής βοήθειας στην Ελλάδα, η Σουηδική και η Βελγική κυβέρνηση εξέφρασαν την βαθιά αγανάκτηση τους ενώ η Βρετανία διέταξε την διακοπή των διμερών σχέσεων με παράλληλη ανάκληση του πρεσβευτή της. Το 1933 εντοιχίστηκε μαρμάρινη πλάκα στην είσοδο του υπουργείου Δικαιοσύνης με τα ονόματα των εκτελεσθέντων. Στον τόπο εκτελέσεως στου Γουδή στην περιοχή του Χολαργού, στην οδό Αναστάσεως, με πρωτοβουλία του Δημητρίου Μαξίμου, στενού συνεργάτου του Δημητρίου Γούναρη, οργανώθηκε έρανος κι αναγέρθηκε ο βυζαντινής τεχνοτροπίας ναΐσκος της Αναστάσεως, ενώ στα έξι σημεία, όπου εκτελέστηκαν κι έπεσαν νεκροί οι έξι, φυτεύθησαν ισάριθμα κυπαρίσσια.
Τα αρχεία της προανακριτικής διαδικασίας του 1922 καταστράφηκαν από την κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα λίγους μήνες μετά την εκτέλεση του. Χρόνια αργότερα ο Θεόδωρος Πάγκαλος είπε «…Δεν παραδέχομαι ότι διέπραξαν συνειδητήν προδοσίαν… αλλά υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της Πατρίδος…».
Στο εμπιστευτικό τηλεγράφημα του Ελευθερίου Βενιζέλου από το Παρίσι, το οποίο έφτασε καθυστερημένα, δεν θα διαφοροποιούσε σημαντικά την κατάσταση, καθώς σ’ αυτό αναφέρονταν, «…εκτελέσεις περιορισθούν εν περιπτώσει καταδίκης εις μόνους διατελέσαντες πρωθυπουργούς και αρχηγόν στρατού…», δηλαδή να εκτελεστούν οι πρώην πρωθυπουργοί Δημήτριος Γούναρης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Στράτος καθώς και ο αρχηγός του στρατού Γεώργιος Χατζανέστης. Όμως το 1929 ο Ελευθέριος Βενιζέλος μιλώντας στη Βουλή, είπε «….δύναμαι να σας διαβεβαιώσω με τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον, ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής ητις ακολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσίας κατά της πατρίδος η ότι εν γνώσει ωδήγησαν τον τόπον εις την Μικρασιατικήν Καταστροφήν….». Σύμφωνα με το Γεώργιο Ζορμπά, επίτιμο αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πρόεδρο της Αρχής Καταπολεμήσεως Βρώμικου Χρήματος, «….Το στρατοδικείο και η ενώπιον αυτού διαδικασία καταπάτησε στοιχειώδη υπερασπιστικά δικαιώματα των κατηγορουμένων….».

Στις 20 Ιανουαρίου του 2008, ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, με αίτηση του προς τον Άρειο Πάγο, ζήτησε την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, την οποία ο Βρετανός πρεσβευτής Φράνσις Όσβαλντ Λίντλεϋ, [Francis O. Lintley], είχε χαρακτηρίσει «…φάρσα από δικαστικής και νομικής απόψεως..» και για τους δικαστές έγραφε ότι «..ούτε αμερόληπτοι ήσαν, ούτε πείραν διέθετον..» ενώ ο Ολλανδός «….ένα είδος θεατρικής παράστασης…». Στις 30 Σεπτεμβρίου του 2010 το Ζ΄ τμήμα του Αρείου Πάγου με την 1675/2010 απόφασή του, με ψήφους 3 προς 2 δέχθηκε τους ισχυρισμούς του, ανέτρεψε την καταδικαστική απόφαση λόγω παραγραφής και παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια για την οριστική απόφαση. Το Δεκέμβριο του 2009 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τάχθηκε υπέρ της επανάληψης της «δίκης των έξι», σε διάσκεψη κεκλεισμένων των θυρών, κάνοντας δεκτή εισήγηση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αθανασίου Κονταξή. Τον Οκτώβριο του 2010 το ανώτατο δικαστήριο τον έκρινε αθώο κι έπαψε οριστικά τη δίωξη του, από την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας που του είχε αποδοθεί, ενώ οι δικαστές τάχθηκαν υπέρ της επαναλήψεως της δίκης, κρίνοντας ότι έχουν αποκαλυφθεί νέα γεγονότα και αποδείξεις, από τα οποία προέκυψε ότι όλοι οι κατηγορούμενοι ήταν αθώοι. RadioAetos

Διαβάστε ΕΔΩ όλα τα τελευταία νέα από την Αμφιλοχία

Διαβάστε επίσης:

Αμφιλοχία: Τα Μυστικά Του Βάλτου

Amfilochia.gr – Ειδήσεις και νέα από την Αμφιλοχία και τον νομό Αιτωλοακαρνανίας