NEWS ΤΕΧΝΗ

«Μ. Καραγάτσης: Ένα θεατρικό οδοιπορικό» της Νένας Κοκκινάκη

Το έργο του Μ. Καραγάτση (23/6/1908 – 14/9/1960), του πολυδιαβασμένου Έλληνα συγγραφέα της γενιάς του ’30, 58 χρόνια μετά τον θάνατό του και 110 από τη γέννησή του, συνεχίζει να ζωντανεύει την εποχή του μεσοπολέμου. Συγγραφέας που υπηρέτησε μέχρι τον πρόωρο θάνατό του το μυθιστόρημα και χειραφετήθηκε, όπως και πολλοί άλλοι συγγραφείς, από τις εφημερίδες της εποχής, διακρίθηκε ανάμεσα στους ομοτέχνους του ως «ένας από τους οξύτερους παρατηρητές και ελεγκτές της νεοελληνικής αστικής ιδίως κοινωνίας», κατά την εύστοχη παρατήρηση του Γ.Π. Σαββίδη. Ο Μίτια Καραγάτσης γεννήθηκε συγγραφέας. Εκεί που τα συνομήλικά του παιδιά, αρχές του προηγούμενου αιώνα, παίζανε με τις ώρες στις αυλές των σπιτιών ή στους δρόμους, εκείνος πάλευε με μολύβια και χαρτιά. Μέσα του γεννιόταν ο δημιουργός που θα μορφοποιούσε τη δική του πραγματικότητα το ίδιο επιδέξια όπως όταν εικονογραφούσε τα πρόσωπα των ιστοριών του. Πρόσωπα λίγο περίεργα, λίγο ασαφή, σχέδια που στο κείμενο παίρνουν ζωή και κίνηση, τόσο που να ξεφεύγουν από το πρότυπο που έγινε η αφετηρία της γέννησής τους, τόσο που να ξεφεύγουν κι από τον ίδιο τον συγγραφέα τους. Από μια στιγμή και μετά οι ήρωές του διεκδικούσαν και κέρδιζαν επάξια την αυτονομία τους. Όσο για τον συγγραφέα, εκείνος υποτασσόταν στη μοίρα του και συνέχιζε. Τη μοίρα του συγγραφέα. Και όχι μόνο.

Λιγότερο γνωστή στους πολλούς, στων οποίων τη συνείδηση ο Καραγάτσης παραμένει ως ο μεγάλος Έλληνας αφηγητής, ίσως μαζί με τον Καζαντζάκη ο σημαντικότερος «παραμυθάς» του δευτέρου μισού του εικοστού αιώνα, είναι η «λανθάνουσα αλλά γιγαντιαία πνευματική του διάσταση», οι θεατρικές του κριτικές. «Θεατρικός κριτικός της Βραδυνής για δεκαπέντε συναπτά χρόνια, υπηρέτησε το λειτούργημά του αυτό με θρησκευτική αφοσίωση καλύπτοντας με τις κριτικές του όλο το φάσμα του τότε ρεπερτορίου», γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος προλογίζοντας το έργο[1]. Σε μιαν εποχή, όπου «το Εθνικό θέατρο αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην παράδοση και τα νέα ρεύματα και που νέα συγγραφικά ρεύματα φυσούν στον κόσμο, ο Σαρτρ και ο Ανούιγ, ο Λόρκα και ο Τέννεση Ουίλλιαμς, ο Μπρεχτ, ο Κλωντέλ αλλά και η κλασική πλέον πολιτογράφηση του Ο’Νιλ, του Πιραντέλλο, του Ζιρωντού, ο Καραγάτσης, επαρκής όσο και εμπειρικός θεατής με γενικές γνώσεις για το θέατρο και κυρίως με άσφαλτο γούστο και τόλμη, καταγράφει την γνώμη του με κάθε ειλικρίνεια, χωρίς φόβους και αναστολές»[2]. Στις θεατρικές κριτικές του Καραγάτση ο αναγνώστης θα διακρίνει την «κριτική οπτική». Που σημαίνει, σύμφωνα με τον Γεωργουσόπουλο, ότι ο συγγραφέας «βάζει μπροστά από την αισθητική τις ιδέες, μπροστά από τη μορφή, το περιεχόμενο. Δεν ανέχεται τον διδακτισμό απ’ όπου κι αν προέρχεται, δεν ανέχεται την αφελή προπαγάνδα, δεν ανέχεται τη χρήση του θεάτρου ως μέσου διάδοσης πολιτικών ιδεών».

 Με τα κριτικά του κείμενα για το θέατρο ο Μ. Καραγάτσης συνέβαλε όσο κανείς στην ποιότητα του θεατρικού θεάματος.

Είναι φανερό ότι στις θεατρικές του κριτικές ο Καραγάτσης ακολούθησε έναν αξιολογικό κώδικα που εν πολλοίς επαληθεύτηκε αργότερα, αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του. Παραθέτουμε απόσπασμα κειμένου του Γιάννη Βαρβέρη (1955-2011), ποιητή, κριτικού και μεταφραστή: «Ο κριτικός είναι ένας ελεύθερος δημιουργός που κάνει του κεφαλιού του. Δεν είναι ο ειδήμων, ο τάχα ειδικός. Τα χαρακτηριστικά του πρέπει να είναι εντιμότητα, οξυδέρκεια, γνώση κι αγάπη προς το θέατρο […]»[3]. Ο ίδιος ο Καραγάτσης, αν και προσπάθησε να κατακτήσει (και) τον τίτλο του θεατρικού συγγραφέα, δεν τα κατάφερε. Τα δυο του έργα που ανέβηκαν στο θέατρο, το Μπαρ Ελδοράδο και μια διασκευή της Κάρμεν(1946 και 1948 αντίστοιχα), δεν έτυχαν της προσδοκώμενης υποδοχής. Ο Καραγάτσης θα μείνει όχι ως θεατρικός συγγραφέας, αλλά ως κριτικός του θεάτρου με τα αδιαμφισβήτητα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν. «Άλλωστε, όταν πεθάνω –πράγμα που δεν θα αργήσει– θα γραφτούν πολλά για το έργο μου και την προσωπικότητά μου. Το μεν έργο μου ίσως αμφισβητηθεί. Για την προσωπικότητά μου ήδη η κοινή γνώμη έχει διαμορφώσει την πεποίθηση πως είμαι άνθρωπος εύψυχος, ευθύς, αυθόρμητος, με μυαλό ξεκάθαρο και καλά οργανωμένο. Ακόμα και οι εχθροί μου παραδέχονται δημοσία αυτές τις ιδιότητές μου. Συνεπώς δεν αμφιβάλλω ότι θα μου αναγνωριστούν και μετά θάνατον», γράφει σε επιστολή του.

Ό,τι απασχολούσε περισσότερο τον Καραγάτση ήταν το πρόβλημα της νεοελληνικής δραματουργίας, που θα έπρεπε να είναι ισότιμη με την ευρωπαϊκή και την αμερικάνικη, γνωστές ήδη στο αθηναϊκό κοινό μέσω των παραστάσεων του Θεάτρου Τέχνης. Παρά την διαπίστωσή του, ωστόσο, της έλλειψης αξιόλογων Νεοελλήνων συγγραφέων, διακρίνει στον Ξενόπουλο τον Δάσκαλο του είδους με τα έργα του «να παραμένουν η μοναδική όασις στην αυχμηρή έρημο της θεατρικής μας παραγωγής»[4]. Εκτός από τον Ξενόπουλο, ο Καραγάτσης, έχοντας απόλυτη συνείδηση της θεατρικής μας παράδοσης του 19ου αιώνα (Μάτεσις, Βυζάντιος, Βερναρδάκης, Χορν), θεωρεί συνέχειά τους αξιόλογα θεατρικά έργα των Μελά, Μπόγρη, Περγιάλη, Πρεβελάκη, πιστεύει απόλυτα στο ταλέντο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, αλλά και του Τερζάκη και του Θεοτοκά, του οποίου το έργο Το παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας, που ανέβηκε στο θέατρο Μακέδο από τον θίασο των Καρούσου-Μιράντας, του δημιουργεί τέτοιαν εντύπωση που σπεύδει να το κατατάξει ανάμεσα στα αριστουργήματα της παγκοσμίου θεατρικής παραγωγής[5].

Στις κριτικές του ο Καραγάτσης χειρίζεται το υλικό του με άνεση που μαρτυρεί όχι απλώς καλή γνώση του έργου, αλλά οξύτατη ματιά και συνδυαστική ικανότητα αξιοθαύμαστη. Ο αναγνώστης θέλγεται από τις εύστοχες προσεγγίσεις του, που πολλές φορές αποδίδονται σαν παιχνίδι. Παράδειγμα, στην κριτική του για Το βαλς των ταυρομάχων του Ζαν Ανούιγ, ο Καραγάτσης φαντάζεται τον εαυτό του στη θέση του δικαστή που καλείται να δικάσει τον Ανούιγ και τον Δημήτρη Μυράτ!

«Εσύ, Ιωάννη Ανούιγ, κατηγορείσαι, διότι, μολονότι διαθέτεις τάλαντον αδιαμφισβήτητον, έγραψες προχείρως και βιαστικώς έν θεατρικόν έργον αρκούντως τραβηγμένο από τα μαλλιά. Εσύ δε, Δημήτριε Μυράτ, διότι μολονότι είσαι άνθρωπος νοημονέστατος, ηθοποιός εξαίρετος και σκηνοθέτης όχι κοινός, διέπραξες τα εξής αδικήματα: 1) Εξέλεξες το ως άνω έργον διά να το διδάξεις από την σκηνήν του θεάτρου σου, 2) Παρενόησες το πνεύμα του –με την επιφύλαξη ότι υπάρχει πνεύμα σε τούτο το έργο– και το απέδωσες σκηνοθετικώς κατά τρόπον ανάρμοστον, 3) Παρενόησες τον χαρακτήρα του ήρωος και έδωσες ανάρμοστη σοβαροφάνεια σ’ ένα πρόσωπο που ο συγγραφέας εμφανώς το ήθελε ως καραγκιόζη ραμολί. Τι έχετε να απολογηθείτε;»

«Υπεραμύνομαι του έργου μου!» απολογείται ο Ανούιγ. «Ποιος είσαι συ, κύριε Καραγάτση, που θα μου πεις πως το ’γραψα προχείρως και βιαστικώς; Εγώ είμαι ο Ανούιγ! Ο ένδοξος! Τα έργα μου παίζονται σε όλα τα θέατρα της υφηλίου. Η παγκόσμιος κριτική μού αναγνώρισε ταλέντο με την οκά! […] Κι έρχεσαι τώρα εσύ, ένας άγνωστος λογοτεχνίσκος, ένας φουκαράς δημοσιογραφάκος, να κρίνεις ποιον; Εμένα! Τον Ανούιγ! Άντε να κουρεύεσαι!» Όσο για την απειλή του δικαστή ότι θα τιμωρηθεί αυστηρώς για τα λεγόμενά του, ο Ανούιγ απαντά ότι την οποιαδήποτε απόφαση την έχει γραμμένη στα παλιά του υποδήματα!

 Στις κριτικές του ο Καραγάτσης χειρίζεται το υλικό του με άνεση που μαρτυρεί όχι απλώς καλή γνώση του έργου, αλλά οξύτατη ματιά και συνδυαστική ικανότητα αξιοθαύμαστη. Ο αναγνώστης θέλγεται από τις εύστοχες προσεγγίσεις του, που πολλές φορές αποδίδονται σαν παιχνίδι.

Στην απολογία του, ο Δημήτρης Μυράτ ισχυρίζεται ότι ανέβασε το συγκεκριμένο έργο επειδή ο ρόλος του στρατηγού πηγαίνει σαν γάντι στην καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του. Πάντως η άποψη του Καραγάτση δεν μοιάζει με καμιά των άλλων συναδέλφων του: «Πάρε να διαβάσεις τι γράφει η ντουζίνα των εν κριτική συναδέλφων σου, ούτε δύο γνώμες που να συμπίπτουν! Ποιον απ’ όλους να πιστέψω;» αναρωτιέται ο Μυράτ.

Ο δικαστής Καραγάτσης αναγκάζεται να απαλλάξει τους κατηγορουμένους λόγω αμφιβολιών. Εφεσιβάλλει, ωστόσο, την απόφασή του ενώπιον του Αρείου Πάγου της Αιωνιότητας, κι άσ’ την αυτή να βγάλει το φίδι από την τρύπα![6]

Μια ακόμη απροσδόκητη κριτική, ανοιχτή και σφαιρική αλλά εξόχως διασκεδαστική, είναι η κριτική για το έργο του Μαριβώ Ερωτικά και άλλα τεχνάσματα. Εδώ ο Καραγάτσης εμφανίζει τον Μαριβώ αναστημένο και ντυμένο με τα ρούχα της εποχής του (τρίκωχος πίλος επί της πουδραρισμένης και κοτσιδάτης περούκας, ποδήρης μανδύας χρώματος ψύλλου, περικνημίδες εκ λευκής μετάξης και σκαρπίνια μελανά μετ’ ερυθρών τακουνίων και πορπών αργυρών) σε κάποιον έρημο δρομίσκο των Αθηνών. Έχοντας πεθάνει πριν από διακόσια σχεδόν χρόνια, ο Μαριβώ εξομολογείται στον Καραγάτση ότι μετά τον θάνατό του κατετάγη μεταξύ των πλέον διακεκριμένων μελών της Κολάσεως λόγω της «συμβολής του εις την παρακμήν του γαλλικού θεάτρου διά της συγγραφής έργων ρηχών, ψευδών και επιπολαίων. Μόνο που η μεταγενέστερη του θανάτου του κριτική τον ανεκήρυξε κλασικό και, κατόπιν τούτου, κοινή συμφωνία Αγίου Πέτρου και Βελζεβούλ τού επεβλήθη η πρόσθετος ποινή να ανεβαίνει στη γη και να παρακολουθεί την πρεμιέρα των έργων του, όσες φορές αυτά ανεβαίνουν σε οποιαδήποτε πόλη της οικουμένης και τύπτων συντετριμμένος το στήθος του να ανακράζει: «Mea culpa!» Στη συζήτηση που ακολουθεί, παρουσιάζεται το έργο μέσα από τις απόψεις τόσο του συγγραφέα, όσο και του κριτικού.

Με τα κριτικά του κείμενα για το θέατρο ο Μ. Καραγάτσης συνέβαλε όσο κανείς στην ποιότητα του θεατρικού θεάματος.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Ο άλλος Καραγάτσης», στον πρόλογο του βιβλίου Μ. Καραγάτσης, Κριτική Θεάτρου, 1946-1960, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας, Αθήνα 1999, σελ.685, μεγάλου σχήματος, σελ.7.
[2] Όπ. αν. σελ.7-8.
[3] Στον τόμο Πλατεία Θεάτρου. Περίπατοι σε πρόσωπα και απρόσωπα της Σκηνής, Εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 1994, σελ.56. Το απόσπασμα εμπεριέχεται στο κείμενο του Ιωσήφ Βιβιλάκη «Οι θεατρικές κριτικές του Καραγάτση, όπ. αν. σελ.11.
[4] «Το φιόρο του Λεβάντε», κριτική (Βραδυνή, 6-8-1953). Ο Καραγάτσης εγκωμιάζει το δροσερό, ευγενικό και διασκεδαστικό έργο του Ξενόπουλου που ανέβηκε στο θέατρο Ντο-Ρε με σκηνική διδασκαλία του Κουν και πρωταγωνιστή τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Δεν παραλείπει να εξάρει τη δουλειά του Γιάννη Τσαρούχη, του οποίου το σκηνικό θεωρεί «μοναδικό για την ανάπλαση της ατμόσφαιρας». Όπ. αν. σελ.292-293.
[5] Στη σχετική του κριτική (Βραδυνή, 13-6-1947), ο Καραγάτσης επισημαίνει την επιτυχία αυτή του Θεοτοκά, ο οποίος μέχρι τότε δεν είχε δώσει το «κάλλιστο» έργο. «Ο μύθος του “παιχνιδιού” είναι ίσως κοινότυπος, ίσως να θυμίζει Μαριβώ κι όλη τη γαλλική παραγωγή του εύκολου ΙΗ’ αιώνος. Όμως ο συγγραφέας επήρε τον κοινό αυτό μύθο, τον τοποθέτησε στα υποβλητικά πλαίσια του βυζαντινού παραμυθιού, τον χειρίστηκε με δροσιά δημοτικού τραγουδιού, τον πασπάλισε με καλόγουστο ραμπελαισιανό αλατοπίπερο, τον παρουσίασε με χάρη κλασική». Όπ. αν.σελ.78.
[6] «Το βαλς των ταυρομάχων», κριτική (Βραδυνή, 20-1-1954) όπ. αν., σελ.315-318.